Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

«ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ, ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ»

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ,

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ  ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ 

Άρθρο 1  

Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταστολής της Φοροδιαφυγής

1.                                Εκπονείται κάθε τρία χρόνια Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταστολής της Φοροδιαφυγής, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο δράσεων για την αντιμετώπιση και την καταστολή της φοροδιαφυγής, προτάσεις για θεσμικές αλλαγές και μέτρα για την αποτελεσματική και συντονισμένη λειτουργία των φορολογικών, δικαστικών και διωκτικών αρχών. Το ΕθνικόΕπιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταστολής της Φοροδιαφυγής εγκρίνεται με απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στην οποία μετέχουν ο Υπουργός Οικονομικών, ως Πρόεδρος και οι Υπουργοί α)  Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, β) Προστασίας του Πολίτη και γ) Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.

2.                                Το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα εκπονείται από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκτελεστικής Διυπουργικής Επιτροπής Καταστολής της Φοροδιαφυγής, η οποία  παρακολουθεί, αξιολογεί και ελέγχει την εφαρμογή του Εθνικού Επιχειρησιακού Προγράμματος Η Εκτελεστική Διυπουργική Επιτροπή Καταστολής της Φοροδιαφυγής συγκροτείται στο Υπουργείο Οικονομικών και αποτελείται από:

α) τον Υπουργό Οικονομικών, με αναπληρωτή τον Υφυπουργό Οικονομικών με αρμοδιότητα στα έσοδα, ως Πρόεδρο.   

β) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών

γ) τον Γενικό Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων

δ) τον Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων  

ε) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

στ)  τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

ζ) τον Διοικητή, με αναπληρωτή τον έναν εκ των Υποδιοικητών της Ε.Υ.Π.

η) τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.Δ.Ο.Ε.

θ) τον επικεφαλής Εισαγγελέα της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ι) τον Γενικό Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

ια) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

ιβ) τον Γενικό Διευθυντή Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών.

ιγ) τον Γενικό Διευθυντή Τελωνείων.

Ιδ) τον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας Εισοδήματος.

 

3.                                Η Εκτελεστική Διυπουργική Επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον μια φορά κάθε μήνα  στο Υπουργείο Οικονομικών. Υποστηρίζεται γραμματειακά και διοικητικά από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών. Ενημερώνει την Κυβερνητική Επιτροπή για την πορεία εφαρμογής του Προγράμματος τουλάχιστον κάθε τρεις (3) μήνες.

4.                                Το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταστολής της Φοροδιαφυγής  περιλαμβάνει άξονες, ετήσιες ή και εξαμηνιαίες δράσεις και μέτρα και στόχους με ποσοτικούς και ποιοτικούς μετρήσιμους δείκτες για:

α) Τη σύλληψη φορολογητέας ύλης μέσω προγραμμάτων προληπτικών και τακτικών ελέγχων των επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών. 

β) Τη σύλληψη φορολογητέας ύλης μέσω προγράμματος τεκμηρίων και πόθεν έσχες και εντοπισμού προσαυξήσεων περιουσίας που υποκρύπτουν αδήλωτα εισοδήματα.  

γ) Την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης μέσω αα) της παροχής υπηρεσιών ενημέρωσης και διευκόλυνσης προς τους φορολογούμενους, ββ) της άρσης αδικιών, της απλούστευσης και κωδικοποίησης της φορολογικής νομοθεσίας και γγ) της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων για την ποινική καταστολή της φοροδιαφυγής. 

δ) Τη βελτίωση και επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των βεβαιωθέντων εσόδων και ληξιπρόθεσμων οφειλών.

ε) Την αναγνώριση, ταξινόμηση, κατάταξη, μεταχείριση και αντιμετώπιση των κινδύνων στα θέματα: α) του Φ.Π.Α. και λοιπών έμμεσων φόρων, β) της άμεσης φορολογίας και γ) της φορολογίας κεφαλαίου. 

στ) Τη δημιουργία κριτηρίων για την επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων στα πεδία της φορολογίας και την ανάπτυξη τεχνικών ελέγχου για τους φορολογούμενους υψηλού κινδύνου καθώς και για τις μεγάλες επιχειρήσεις,  ιδιαίτερα στο πεδίο των ενδοομιλικών συναλλαγών. .

ζ) Τη συλλογή, ανάλυση, αξιολόγηση και αξιοποίηση όλων των πληροφοριών και στοιχείων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την αμοιβαία διοικητική και δικαστική συνδρομή, των κρατών μελών της Ε.Ε., τρίτων χωρών, χωρών με τις οποίες έχουν συναφθεί Συμβάσεις για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου ή Συμβάσεις Ανταλλαγής Πληροφοριών καθώς και από διεθνείς υπηρεσίες και οργανισμούς.  

η) Την ισχυροποίηση της φορολογικής διοίκησης με την εφαρμογή δράσεων για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

5.             Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταστολής της Φοροδιαφυγής εκπονείται και εγκρίνεται μέχρι 31 Μαρτίου 2011.

Άρθρο 2

Γενικός Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος

1.             Μετά το άρθρο 17 του ν.2523/1997 (Α’ 179’) προστίθεται νέο άρθρο 17 Α, ως εξής:

               

                        « Άρθρο 17 Α

Γενικός Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος

1.     Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό Αντιεισαγγελέα Εφετών, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για τρία (3) έτη (Γενικός Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος), που εδρεύει στο Υπουργείο Οικονομικών (ΣΔΟΕ). Η απασχόληση του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να ανανεώνεται μια ή περισσότερες φορές. Στα καθήκοντα του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανήκει, προκειμένου περί οικονομικών ή άλλων συναφών με αυτά εγκλημάτων, η κατά προτεραιότητα και σε όλη την επικράτεια διενέργεια προανακριτικών πράξεων καθώς και η άμεση διεύθυνση, εποπτεία, συντονισμός και καθοδήγηση της διενέργειας των ανακριτικών πράξεων από μέρους των γενικών ή ειδικών  ανακριτικών υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την έρευνα και διακρίβωση τέλεσης αυτών, ιδίως δε των υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε., των Τελωνείων, της ΕΛ.Υ.Τ. και των φοροελεγκτικών υπηρεσιών εν γένει του Υπουργείου Οικονομικών, των Υποδιευθύνσεων και Τμημάτων Οικονομικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ., της Υπηρεσίας Οικονομικού και Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, των Λιμεναρχείων και Λιμενικών Σταθμών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μπορεί να ορίζονται τρεις (3) Εισαγγελείς ή Αντιεισαγγελείς Πρωτοδικών στο Υπουργείο Οικονομικών εκ των οποίων ο ένας στη Θεσσαλονίκη, για την υποβοήθηση του έργου του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς του προηγούμενου εδαφίου, οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει ο Γενικός Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος με απόφασή του. 

2.     Διατάξεις νόμων που εισάγουν απόρρητο γενικό ή ειδικό οποιασδήποτε μορφής ή επιτρέπουν την άρση αυτού με την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων, ή καθιερώνουν αδυναμία ή περιορισμό πρόσβασης σε αρχεία και στοιχεία, δεν ισχύουν έναντι του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και των Εισαγγελικών Λειτουργών της προηγούμενης παραγράφου.  

3. Για την διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του Γενικού Εισαγγελέα  Οικονομικού Εγκλήματος και των Εισαγγελικών Λειτουργών της παραγράφου 1, συστήνεται στο Υπουργείο Οικονομικών, Γραφείο  Εισαγγελέα  Οικονομικού Εγκλήματος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, συνιστώνται οι αναγκαίες θέσεις επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Γραφείου, οι οποίες καλύπτονται με μετακίνηση προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών ή με απόσπαση μετά από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα. Ο Προϊστάμενος του Γραφείου ορίζεται με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Οι αποσπάσεις διενεργούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, για διάρκεια δύο (2) ετών,  χωρίς να απαιτείται γνώμη των υπηρεσιακών συμβουλίων, και μπορεί να ανανεώνεται. Στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος συνιστώνται τέσσερεις (4) θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, κατηγορίας ΠΕ, οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για θητεία τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται με όμοια απόφαση. Η υπηρεσία των υπαλλήλων του προηγούμενου εδαφίου λήγει αυτοδικαίως με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση από τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του εισαγγελικού λειτουργού με πρόταση του οποίου διορίστηκαν. 

4. Η παράγραφος 16 του άρθρου 7 του ν.3691/2008 (Α’166) εφαρμόζεται αναλόγως και για τον Γενικό Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος καθώς και τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς της παραγράφου 1.»  

2.             Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μπορεί να αποσπώνται στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και Εφετών υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, για την υποβοήθηση του έργου των εισαγγελικών λειτουργών όταν διενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για οικονομικά ή άλλα συναφή με αυτά εγκλήματα, για χρονικό διάστημα δύο ετών που μπορεί να παρατείνεται με όμοια απόφαση. Οι υπάλληλοι που αποσπώνται λαμβάνουν το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών της θέσης από την οποία αποσπάστηκαν.

3.             Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν.2343/1995 (Α’ 211) καταργούνται.

Άρθρο 3

Μέτρα για την καταστολή της φοροδιαφυγής

στην άμεση και έμμεση φορολογία. 

Τροποποίηση διατάξεων ν. 1882/1990, ν. 2523/1997, ν.2960/2001  

1.             α) Η παράγραφος 1του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών  εξακολούθηση της μη καταβολήςτων βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται:

α) με φυλάκιση έως τέσσερις μήνες, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ,

β)  με φυλάκιση έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000)  ευρώ,

γ)  με φυλάκιση έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000)  ευρώ,

δ) με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000)  ευρώ.

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.

Προκειμένου περί χρεών της περίπτωσης α΄ ήδη ληξιπροθέσμων, το ποινικό αδίκημα τελείται με την εξακολούθηση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσης διατάξεως. Προκειμένου περί χρεών της περίπτωσης δ΄ ήδη ληξιπροθέσμων το ποινικό αδίκημα τελείται με την εξακολούθηση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσης διατάξεως.»  

β) Στην  παράγραφο 8 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Για τις περιπτώσεις α΄ έως και γ΄ της παραγράφου 1 και εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του δικαστηρίου εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. περί της οφειλής, η εμφάνιση του μάρτυρα δεν είναι υποχρεωτική.»

2.             α) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), προστίθενται οι λέξεις: «και για όσο χρόνο διαρκεί η απόκρυψη αυτή.»

β) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 «Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της αποκρύψεως καθαρών εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος.»

γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου- εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει, ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών εξακολουθεί να μην  απoδίδει ή να αποδίδει ανακριβώς τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή ή διακρατεί Φ.Π.Α., τιμωρούμενος:»

δ) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών.»

ε) Στο άρθρο 18 του ν. 2523/1997 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:

«3. Αν η διάρκεια μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών δεν υπερβαίνει το ένα έτος, αυτός που διαπράττει το αδίκημα απαλλάσσεται, εφόσον καταβληθούν οι από την ημέρα που γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής, κατά περίπτωση οφειλόμενοι φόροι, τέλη ή εισφορές ή πρόστιμα με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών. Εάν η καταβολή συντελεστεί μέχρι τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.»   

στ) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των οριζομένων στα επόμενα εδάφια, η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής.»

ζ)Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και στις περιπτώσεις α΄  και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 18, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογικός έλεγχος έχει διαταχθεί με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών για την εφαρμογή του ως άνω μέτρου κατά την ημερομηνία που διενεργήθηκε ο έλεγχος.»

η) Η παράγραφος 8 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«8. α) Αναστολή εκτέλεσης ή μετατροπή της ποινής στα αδικήματα του παρόντος νόμου, στα αδικήματα της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και στα αδικήματα των άρθρων 155, 156 και 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) δεν επιτρέπεται αν προηγουμένως δεν καταβληθούν οι κατά περίπτωση οφειλόμενοι φόροι, τέλη ή εισφορές ή πρόστιμα με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών.

Μετατροπή ή αναστολή  της ποινής δεν επιτρέπεται σε περίπτωση δεύτερης και περαιτέρω υποτροπής. Αναστολή  της ποινής δεν επιτρέπεται στην περίπτωση που υπάρχει προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη για ίδια πράξη. 

Η έφεση κατά της σχετικής αποφάσεως δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της, εκτός εάν προηγουμένως καταβληθούν οι κατά περίπτωση οφειλόμενοι φόροι, τέλη ή εισφορές ή πρόστιμα ή δασμοί με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών. Αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως  κατά το άρθ. 497 παρ.7 του Κ.Π.Δ. μπορεί να χορηγηθεί όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου, καθώς και όταν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τριών μηνών από την έναρξη έκτισης της ποινής και έχουν προηγουμένως καταβληθεί το ήμισυ των κατά περίπτωση οφειλόμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή προστίμων ή δασμών με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών.

β) Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, στα αδικήματα της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 καθώς και στα αδικήματα των άρθρων 155, 156 και 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους, προσωρινή κράτηση, αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο έχει χαρακτήρα κακουργήματος και με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίνεται ότι αν ο δράστης αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει ομοειδή εγκλήματα.

γ) Η ποινή της παραγράφου 2 του άρθρου 235 Π.Κ. επιβάλλεται ανεξαρτήτως της αξίας των ωφελημάτων, εάν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών. Στην ίδια περίπτωση, για την επιβολή προσωρινής κράτησης αρκεί και η αιτιολογημένη κρίση ότι αν αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.»

3.             α) Προστίθεται άρθρο 4 α στο ν. 2523/1997 ως εξής:

«Άρθρο 4α

Άλλα πρόστιμα

Στα πρόσωπα που υποβάλλουν ηλεκτρονικά εκπρόθεσμες δηλώσεις μηδενικές ή πιστωτικές, καταστάσεις, πίνακες, ισοζύγια κ.λπ. από τα οποία δεν προκύπτει φόρος για καταβολή, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο διακοσίων (200) ευρώ. Στα πρόσωπα που επιβάλλεται το πρόστιμο του παρόντος άρθρου, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου».

β) Προστίθεται νέο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 μεταξύ του εδαφίου 2 και 3. ως εξής:

«Το ειδικό πρόστιμο του άρθρου 4α  δύναται να κοινοποιείται και ηλεκτρονικά.».

γ) Προστίθεται νέο εδάφιο στην παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997, που έχει ως εξής:

«Προκειμένου για το πρόστιμο του άρθρου 4α του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραπάνω εδαφίου της παρούσης παραγράφου.».

δ) Προστίθεται παράγραφος 7 στο άρθρο 9 του ν. 2523/1997:

«7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η διαδικασία καταβολής καθώς και κάθε λεπτομέρεια που αφορά στα πρόστιμα του άρθρου 4α του παρόντος νόμου.».

4.             Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 119 Α του ν. 2960/2001 (Α΄ 265), αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με την βαρύτητα και την συχνότητά της. Τα ελάχιστα όρια του προστίμου του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με όμοια απόφαση μπορεί οι απλές τελωνειακές παραβάσεις να κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και να προσδιορίζεται ειδικότερα το ύψος του προστίμου εντός των ορίων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.»

5.  Μη δέσμευση καταθέσεων και μη εφαρμογή ποινικών κυρώσεων εάν ο φορολογούμενος που οφείλει φόρους  ταυτόχρονα έχει απαίτηση κατά του Δημοσίου βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον την απαίτηση αυτή δεν την έχει εκχωρήσει σε τρίτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ 

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ  

Άρθρο 4 

Επιλογή και στελέχωση των κρίσιμων για την Είσπραξη των Εσόδων οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών και σύστημα αξιολόγησης  για την επίτευξη ποσοτικών και ποιοτικών στόχων

v                   Στόχος των διατάξεων του άρθρου αυτού είναι να επιλεγεί με ουσιαστική και αποτελεσματική διαδικασία επιλογής το κατάλληλο για την Είσπραξη των Εσόδων του  Κράτους προσωπικό, το οποίο θα στελεχώσει τις κρίσιμες στο πεδίο αυτό οργανικές μονάδες του Υπουργείου Οικονομικών, και θα υπόκειται σε διαρκή έλεγχο και παρακολούθηση για την επίτευξη μετρήσιμων ποσοτικών και ποιοτικών στόχων.  

v                   Ως ελεγκτές επιλέγονται και υπηρετούν υπάλληλοι ΠΕ και ΤΕ του Υπουργείου Οικονομικών για συγκεκριμένη θητεία (π.χ. 3 ετών) που μπορεί να ανανεώνεται.  Η επιλογή των ελεγκτών διενεργείται κατά ένα ποσοστό μόνο (π.χ. 25%) από υπαλλήλους που έχουν προϋπηρεσία σε ελεγκτικές υπηρεσίες του Δημοσίου. Κατά το υπόλοιπο ποσοστό στελεχώνεται από τις άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου καθώς και από υπαλλήλους που  έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα από άλλα υπουργεία (π.χ. 20%).

v                   Η επιλογή διενεργείται με δημόσιαπροκήρυξη, από Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης του προσωπικού. Στην Επιτροπή συμμετέχει ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών, Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Γενικός Διευθυντής ή Δ/ντής.

v                   Οι επιλεγέντες  υπογράφουν Δήλωση Επίτευξης Ποσοτικών και Ποιοτικών Στόχων, ανάλογα με τη θέση ευθύνης.

v                   Οι υποψήφιοι υποβάλλουν Ειδική Αναλυτική Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης (Πόθεν Έσχες).

v                   Από τους ελεγκτές αυτούς τοποθετούνται οι Προϊστάμενοι Δ/νσης, Υποδιεύθυνσης, Τμήματος καθώς και η πλειοψηφία των στελεχών των οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο και την αναγκαστική είσπραξη των ακολούθων τουλάχιστον οργανικών μονάδων:

o  Της Γενικής Δ/νσης Ελέγχων και των υπ’ αυτήν Δ/νσεων και Τμημάτων.

o  Των Διαπεριφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών και Θεσσαλονίκης,

o  των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων (ΠΕΚ) και

o  των Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. και Φ.Α.Β.Ε. σε όλη τη χώρα.   

v                   Τα στελέχη αξιολογούνται ανά 8μηνο, οι Προϊστάμενοι Δ/νσεων, Υποδιευθύνσεων και Τμημάτων ανά 12μηνο ή 18μηνο. Αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι της Δήλωσης Επίτευξης Ποσοτικών και Ποιοτικών Στόχων αδικαιολογήτως, επιστρέφουν στη θέση από την οποία προέρχονται.   

v                   Κατά τη διάρκεια της θητεία τους υπάγονται σε ειδικό πειθαρχικό συμβούλιο.        

           

Άρθρο 5

Αναδιοργάνωση της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων  του Υπουργείου Οικονομικών και των Δ/νσεων που τη συγκροτούν.

v            Αναδιοργανώνεται η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων προκειμένου να καταστεί επιχειρησιακή Γενική Δ/νση.

v            Στόχοι της αναδιοργάνωσης είναι να υιοθετηθούν και στη λειτουργία του ελεγκτικού έργου τα σύγχρονα ελεγκτικά εργαλεία, οι μεθοδολογίες και τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα και να μπορεί η Γενική Δ/νση να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή και αποτελεσματικά το ελεγκτικό έργο των περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου.   

v            Συνιστώνται για το λόγο αυτό οργανικές μονάδες επιπέδου Δ/νσεως  και Τμήματος (4-6 Δ/νσεις αντί των 2 που είναι σήμερα) για τον έλεγχο των εισοδημάτων που προκύπτουν στο εξωτερικό και των κατοίκων εξωτερικού, των φορολογουμένων Υψηλού Κινδύνου, του Φ.Π.Α. καιτων άλλων έμμεσωνΦόρων, του ηλεκτρονικού εμπορίου, των μεγάλων επιχειρήσεων και των ενδοομιλικών συναλλαγών.  Σε αυτές τις Δ/νσεις εντάσσεται το έργο της Διοικητικής Συνεργασίας και Ανταλλαγής Πληροφοριών (VIES) για το Φ.Π.Α., η εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και οι ποινές, η εποπτεία και ο έλεγχος για την Αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, οι εγγραφές των Φορολογουμένων και η παρακολούθηση των θεμάτων Διοικητικής και Δικαστικής Επίλυσης υποθέσεων προκειμένου η Φορολογική Διοίκηση να έχει εικόνα για την πορεία όλων των εκκρεμών  φορολογικών υποθέσεων και αδικημάτων τόσο στα Διοικητικά Δικαστήρια όσο και στα Ποινικά Δικαστήρια.    

Άρθρο 6

Κεντρική Διοίκηση του Συστήματος Ελέγχων

v                 Θεσπίζονται οι αναγκαίες εξουσιοδοτικές διατάξεις ή και ευθείες ρυθμίσεις για την αναδιοργάνωση των οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων προκειμένου οι νέες οργανωτικές δομές να επιτυγχάνουν τη βέλτιστη αξιοποίηση του ελεγκτικού μηχανισμού και την αποτελεσματική εφαρμογή του νέου φορολογικού πλαισίου.   

Άρθρο 7  

Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Οικονομικών

v                 Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων».

v                 Αποστολή της είναι η συλλογή, επεξεργασία, αξιολόγηση και αξιοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, που αφορούν στην εμπλοκή υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό Νομικών Προσώπων, στη διαφθορά, διαπλοκή και άλλα σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα και εγκλήματα (καταχρήσεις, εκβιάσεις, παθητικές ή ενεργητικές δωροδοκίες, περιπτώσεις κακοδιοίκησης, κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπαλλήλων κ.λ.π.), καθώς και την εξιχνίαση και δίωξη αυτών, σε συνεργασία με τον Γενικό Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Προβαίνει στον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων Νομικών Προσώπων.

Άρθρο 8  

Ενίσχυση της διεθνούς διοικητικής συνεργασίας

στον τομέα της άμεσης φορολογίας

1.             Συνιστάται Τμήμα Γ’ στη Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (π.δ. 249/1998, Α’ 186) του Υπουργείου Οικονομικών, με τίτλο «Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας».

2.             Στο τέλος του άρθρου 2 του π.δ. 249/1998 προστίθενται τα ακόλουθα:

«γ) Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας

Α. Ανταλλαγή των πληροφοριών και ενίσχυση της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στο πλαίσιο εφαρμογής:

                                         (i)            Των διεθνών συμβάσεων αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου.  

                                       (ii)            Των διεθνών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ διεθνών οργανισμών, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα της άμεσης φορολογίας. 

                                     (iii)            Των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, περί της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της άμεσης φορολογίας. 

                                      (iv)            Των διεθνών συμβάσεων με άλλες χώρες για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας. 

                                        (v)             Των μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων ή ειδικότερων συμφωνιών, που έχουν συναφθεί με άλλες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας, βάσει των οικείων συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου ή/και των οικείων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

Β. Διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών με σκοπό τη σύναψη ή αναθεώρηση διεθνών συμφωνιών ή μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας.

Γ. Συνεργασία με την Γ.Γ.Π.Σ, την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων, Αναγκαστικών Εισπράξεων και Εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας,  το Σ.Δ.Ο.Ε. και κάθε αρμόδια φορολογική ή ελεγκτική υπηρεσία ή αρχή με σκοπό την άμεση προώθηση και αξιοποίηση των πληροφοριών που προωθούνται από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές και τα αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα.   

Δ. Εισήγηση και μέριμνα για την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου με το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τμήματος. 

3.      Στο άρθρο 3 τουπ.δ. 249/1998 (Α’ 186) η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5 και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

«4. Του Τμήματος Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας προΐσταται μόνιμος υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ, του κλάδου Εφοριακών»

Άρθρο 9  

Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος – Οργανωτικές Διατάξεις

Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του π.δ. 85/2005 (Α΄ 122), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 88 του ν.3842/2010 (Α΄ 58)  

Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του π.δ. 85/2005 (Α΄ 122) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται, μετατίθενται ή αποσπώνται στις Υπηρεσίες του Σ.Δ.Ο.Ε., εκτός από τους Προϊσταμένους όλων των οργανικών μονάδων, προέρχονται από τους κλάδους Εφοριακών και Τελωνειακών, που έχουν πραγματική υπηρεσία στους κλάδους των οργανικών θέσεων που καλύπτουν μέχρι δεκαεπτά (17) έτη.

Εφόσον πρόκειται για νεοδιόριστους Εφοριακούς και Τελωνειακούς, αμέσως μετά την τοποθέτησή τους παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα κύρια αντικείμενα του Σ.Δ.Ο.Ε., διάρκειας τουλάχιστον δύο (2) μηνών, το οίο διοργανώνεται από την Κ.Υ. του Σ.Δ.Ο.Ε.. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατόν να υπηρετούν και υπάλληλοι με περισσότερο από δεκαεπτά (17) έτη χρόνου υπηρεσίας, όχι όμως πάνω από είκοσι πέντε (25) έτη συνολικού χρόνου υπηρεσίας. Για τους υπαλλήλους της περίπτωσης αυτής εκτιμώνται ιδίως τα παρακάτω προσόντα, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου και του πειθαρχικού τους φακέλου:

                 (i)            Το ήθος και η προσήλωση στο υπηρεσιακό τους καθήκον. 

               (ii)            Η  επαγγελματική επάρκεια και η υπηρεσιακή κατάρτιση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε.

             (iii)            Η ικανότητα συνεργασίας και επίδειξης ομαδικού πνεύματος.

              (iv)            Η δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και ο επαγγελματικός ζήλος.»   

Άρθρο 10  

Βελτίωση αποτελεσματικότητας συστήματος ελέγχων.

Τροποποιήσεις στον Κ.Φ.Ε. και στον Κώδικα Φ.Π.Α.   

1.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994, Α’ 151, Κ.Φ.Ε.) αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας διενεργεί έλεγχο στην έδρα της επιχείρησης:

α) για υποθέσειςγια τις οποίες ο έλεγχος από το γραφείο του άρθρου 67 αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε περί εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος.  

β) για υποθέσεις για τις οποίεςαπαιτείται έλεγχος παραγωγής για τον προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης.

γ) για υποθέσεις για τις οποίεςαπαιτείται χρήση ειδικού λογισμικού για την επαλήθευση της εγκυρότητας των οικονομικών στοιχείων που δίνονται στις φορολογικές αρχές.

δ) για υποθέσεις όπουαπαιτείται έλεγχος των ειδικών αρχείων στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο.

ε) γιακάθε περίπτωση που αιτιολογημένακρίνει αναγκαίο.

στ) για ποσοστό υποθέσεων που έχει ελεγχθεί από το γραφείο, το οποίο ποσοστό  θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση.

ζ) γιακάθε περίπτωση για την οποία εκδίδεται υπουργική απόφαση.

Για τις ανάγκες του παρόντος ελέγχου ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθεστοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.

β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο, που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν.1914/1990 (Α’ 178), απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο που διενεργείται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και τα παραρτήματά του, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου του Σ.Δ.Ο.Ε. ή του παραρτήματός του και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.

γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.

δ. Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.

ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της Δ.Ο.Υ.

Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 186/1992.

 

3.             Στο άρθρο 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:

«13. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. κατά τονυπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσάκαι αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης τουυπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων τουεισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσιααντικειμενική δαπάνη, εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμαστοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων με βάσηόσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσειςκαι στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθήσυμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου, διορθώνονται οίκοθεν απότον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με βάση τα στοιχείαπου έχει στη διάθεσή του.

Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρουαυτής της παραγράφου μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο μεκάθε αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικήςυπηρεσίας ή του διοικητικού πρωτοδικείου κατά τα οριζόμενα από τονΚώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Το δικαίωμα αυτό του φορολογουμένουασκείται από την ημερομηνία έκδοσης του οικείου χρηματικού καταλόγουμέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους.Αν ο φορολογούμενος λάβει αυτό το σημείωμα μετά τις 31 Δεκεμβρίου τουοικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίεςπου ορίζονται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 (Α’ 97).Η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στηνπερίπτωση που η δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου υποβάλλεταιηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εφόσον ο υπόχρεος δεν υποβάλλει τα οικείαδικαιολογητικά μέχρι το τέλος Ιουλίου του οικείου οικονομικού έτους.»

4.             Η παράγραφος 2 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«2.Η Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής  σχεδιάζει, επιβλέπει την υλοποίηση των ελέγχων  και διασταυρώσεων και συμμετέχει στη διαδικασία ελέγχου με στόχο την εξασφάλιση της ποιότητας και της εφαρμογής των ελεγκτικών διαδικασιών και των τεχνικών ελέγχου.

Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ, καταρτίζει πρόταση επιλογής υποθέσεων που θα ελεγχθούν.

Η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων λαμβανομένου και της πρότασης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. σε συνεργασία με την Γ.Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν 3842/2010.

Οι τεχνικές οδηγίες για την εφαρμογή των πιο πάνω θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση».

4.             Η παράγραφος 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα δικαιώματα ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει και η   Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής  η οποία μπορεί να διατάσσει και επανέλεγχο για οποιαδήποτεφορολογική υπόθεση με υπαλλήλους της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει, οι οποίοι μετακινούνται για το σκοπό αυτό με απόφασή της.»

5.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 49 μπορούν να υπαχθούν σε έλεγχο από το γραφείο της Δ.Ο.Υ στην οποία υπάγονται για τον προσδιορισμό του εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενακαιδιενεργείται στην Δ.Ο.Υ με βάση:

α)  τα στοιχεία του φακέλου,

β) τα δελτία πληροφοριών ,

 γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,

δ) τα στοιχεία και τα βιβλία που θα κληθεί να προσκομίσει ο ελεγχόμενος.  

ε) και τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του Ν 3842/2010

στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ.»

6.                      Η παράγραφος 2 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλλει δήλωση προκειμένου να προσδιορίσει το φορολογητέο εισόδημα των επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών της προηγούμενης παραγράφου.Για το σκοπό αυτόν δικαιούται:
α. Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθεστοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.

β. Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κλπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει τις ίδιες ελεγκτικές αρμοδιότητες με αυτόν. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση του απορρήτου στην περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, και του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., οι οποίοι είναι αρμόδιοι για το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο.

Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό συνεργείο, που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν.1914/1990 (ΦΕΚ Α’ 178), απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού συνεργείου που διενεργεί το συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο που διενεργείται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ.) και τα παραρτήματά του, απαιτείται κοινή απόφαση του Προϊσταμένου του ΣΔΟΕ ή του παραρτήματός του και του εποπτεύοντος επιθεωρητή.

γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.
δ. Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.

ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της Δ.Ο.Υ. Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 186/1992 .

7.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Επίσης, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δικαιούται να διενεργεί έλεγχο από το γραφείο με βάση τα δεδομένα της παρ. 1, ζητώντας από τον φορολογούμενο να προσκομίσει στην Δ.Ο.Υ και λοιπάαναγκαία για τον  έλεγχο στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει:

α.Αν οι εκπτώσεις από το εισόδημα υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
β.Το αντικείμενο εργασιών του υπόχρεου και αν το εισόδημα που δηλώθηκε    ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα βιβλία που τηρήθηκαν, τα στοιχεία που εκδόθηκαν, τα στοιχεία που έχουν ληφθεί και τα εν γένει δεδομένα της παρ. 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, καθώς και αν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του παρόντος. Όταν από τον έλεγχο γραφείου διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρηθεί ή έχουν καταχωρηθεί ανακριβώς στα τηρούμενα βιβλία, τότε εκδίδεται πράξη επιβολής φόρου και καταλογίζονται οι διαπιστωθείσες διαφορές με τις νόμιμες προσαυξήσεις. γ. Αν με ανακλητική δήλωση, που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 61, μειώθηκαν  νόμιμα οι φορολογικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις γενικά .

8.             Η παράγραφος 4 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Η ενέργεια του ελέγχου από το γραφείο, δεν αποκλείει την ενέργεια και δεύτερου ελέγχου από το γραφείο  και την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, με εντολή του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αντικείμενο ελέγχου το ίδιο ή διαφορετικό του πρώτου ελέγχου από το γραφείο, αν από στοιχεία ή πληροφορίες που περιέχονται σε αυτόν ή από βάσιμες υπόνοιες ή από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι δεν δηλώθηκε ή δηλώθηκε ανακριβώς συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη.»

9.             Η παράγραφος 5 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να διενεργεί έλεγχο από το γραφείο για να διαπιστώσει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 52 έως 58 για την προκαταβολή και την παρακράτηση του φόρου.»

10.        Στο άρθρο 67 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«5.Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 64, 68, 69, 70, 71, 74, 83, 86, 87 και 90.».

11.                  Η παράγραφος 5 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Στις περιπτώσεις φορολογικού ελέγχου από το γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αν από τα βιβλία και τα στοιχεία του υπόχρεου ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών, από κάθε άλλο σχετικό στοιχείο της παρ. 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, προκύπτει ότι ο φορολογούμενος παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα βιβλία ή στοιχεία ή παρέλειψε να παρακρατήσει ή να αποδώσει ή παρακράτησε ή απέδωσε ανακριβώς το φόρο, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει φύλλο ελέγχου προσδιορισμού του φόρου.


Το φύλλο ελέγχου που προκύπτει από τον έλεγχο στο γραφείο  πρέπει να περιέχει τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 67, όπως αυτό τροποποιήθηκε, και το φόρο που αναλογεί σε αυτή με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Οι τυχόν δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται για τα φύλλα ελέγχου από το γραφείο αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη.»

12.        Η παράγραφος  του άρθρου 48 του Κώδικα Φ.Π.Α, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α’ 248), αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η επιβολή του φόρου γίνεται από τον Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου στο φόρο.

Η παραλαβή των δηλώσεων γίνεται από τον εν λόγω Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 38.

Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ καταρτίζει πρόταση επιλογής υποθέσεων  που θα ελεγχθούν.

Η επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο γίνεται από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων λαμβανομένου και της πρότασης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. σε συνεργασία με την Γ.Γ.Π.Σ. Η Γενική Διεύθυνση ελέγχων, αναγκαστικών εισπράξεων και εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής  σχεδιάζει, επιβλέπει την υλοποίηση των ελέγχων και διασταυρώσεων και συμμετέχει στην διαδικασία ελέγχου με στόχο την εξασφάλιση της ποιότητας και της εφαρμογής των ελεγκτικών διαδικασιών και των τεχνικών ελέγχου.

Οι τεχνικές οδηγίες για την εφαρμογή των πιο πάνω θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση.»

13.                  Η παράγραφος  5 του άρθρου 48 του Κώδικα Φ.Π.Α., αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου επιτρέπεται κάθε αναγκαία εξέταση η έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του υπόχρεου στο φόρο και κυρίως στους χώρους παραγωγής, επεξεργασίας γενικά, αποθήκευσης ή παράδοσης των αγαθών, καθώς και στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και του άρθρου 25 του Ν. 820/1978 (Α’ 174). Ο έλεγχος στην επαγγελματική εγκατάσταση του φορολογουμένου χρησιμοποιώντας ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις, στοιχεία, πληροφορίες και στατιστικά δεδομένα εκροών από την ελεγχόμενη σε συνδυασμό με παρεμφερή που διαθέτει από ομοειδείς επιχειρήσεις, μπορεί να προσδιορίσει τις εκροές της ελεγχόμενης  βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της Ελεγκτικής. Με υπουργική απόφαση καθορίζονται τα δεδομένα και  οι τεχνικές με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές της ελεγχόμενου επιτηδευματία. Εφόσον το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί και βάσει των μεθόδων της παρ. 5, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. πριν την έκδοση της ως άνω πράξης, οφείλει να καλέσει τον υπόχρεο του φόρου σε ακρόαση ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε στοιχείο προκειμένου να προβεί σε ανταπόδειξη.»

14.        Η παράγραφος 1 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο,τα στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του Ν 3842/2010 καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ. προκύπτει ότι ο υπόχρεος στο φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί να εκδώσει από το γραφείo πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία η περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο.» 

15.        Η παράγραφος 2 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η πράξη που εκδίδεται από το γραφείο περιέχει  τη φορολογητέα αξία που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και τα εν γένει δεδομένα της παρ. 1 του παρόντος, όπως αυτό τροποποιήθηκε, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις του φόρου, καθώς και τον πρόσθετο φόρο.»  

16.        Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Κατά της πράξης που εκδίδεται από το γραφείο επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου. 
Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του  ελέγχου στην έδρα της επιχείρησης και την ενδεχόμενη κύρια δίκη.» 

17.        Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Από το φόρο που βεβαιώνεται σε μεταγενέστερο έλεγχο αφαιρείται ο φόρος της πράξης του ελέγχου στο γραφείο.» 

18.        Η παράγραφος 1 εδ. β’ του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στα γραφεία της Δ.Ο.Υ., μετά από έγγραφη πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής».

19. Πρόβλεψη ελέγχου κατά προτεραιότητα (ανάλυση κινδύνου)   για δηλούμενα χαμηλά εισοδήματα από συγκεκριμένους κλάδους ελεύθερων επαγγελματιών

 

Ειδικά οι επιτηδευματίες, που ασκούν το ελευθέριο επάγγελμα του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, δικηγόρου, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, οικονομολόγου, σύμβουλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, εφόσον το καθαρό εισόδημα που δηλώνουν από την δραστηριότητα τους αυτή, δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό άνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) κατοίκων,  τα είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ για πόλεις άνω των πενήντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων και τα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για πόλεις κάτω των πενήντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων, υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.

Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται μετά την πάροδο πενταετίας από την έναρξη δραστηριότητά τους

Επιπλέον από τις υπάρχουσες εξουσιοδοτικές διατάξεις θα εκδοθούν αποφάσεις και θα υποχρεωθούν οι δικηγορικοί σύλλογοι να υποβάλουν καταστάσεις με τις παραστάσεις των δικηγόρων, οι συμβολαιογράφοι για την διαμεσολάβηση των δικηγόρων στα συμβόλαια μεταβίβασης, αντίστοιχα από το τεχνικό επιμελητήριο και τις πολεοδομίες στοιχεία για τις εκδοθείσες άδειες και τους αντίστοιχους μηχανικούς. Με τον τρόπο αυτό αλλά και από άλλα στοιχεία που θα υποβάλουν οι δημόσιες υπηρεσίες θα γίνεται πληθώρα διασταυρώσεων και θα ελέγχονται τα πρόσωπα στα οποία θα εμφανίζεται δυσαρμονία δραστηριοτήτων και δηλούμενων εισοδημάτων.

20.Αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% στο 50%

Όταν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκείται προσφυγή στα δικαστήρια για φορολογικές διαφορές αυξάνεται το ποσοστό προβεβαίωσης από 25% στο 50% του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου  και λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών. Στα πρόστιμα  παραμένει στο 25% αφού υπάρχει βασική διάταξη για συμβιβασμό στο 1/3. Αντίστοιχη ρύθμιση για την αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% σε 50% γίνεται και στη φορολογία ΦΠΑ.

Άρθρο 11   

Δημοσιοποίηση οφειλετών και παραβατών

Με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αίρεται το φορολογικό απόρρητο: 

α) των οφειλετών του Δημοσίου,  εφόσον έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη και καθυστερεί η πληρωμή τους για χρονικό διάστημα ανώτερο του έτους και το οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει συγκεκριμένο ποσό (π.χ. 150. 000 ευρώ).

β) των παραβατών των διατάξεων του Κ.Β.Σ., εφόσον πρόκειται για παραβάσεις έκδοσης πλαστών στοιχείων ή έκδοσης ή λήψης εικονικών στοιχείων ή  νόθευσης στοιχείων ή μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης στοιχείων από τα οποία προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθώς και  καταχώρησης στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.

Άρθρο 12  

Διαδικασία διακρίσεως των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ανεπίδεκτες είσπραξης και μη  

v     Συνέπειες από την μη θεσμοθέτηση  διαφανών, εξασφαλιστικών και ελέγξιμων κριτηρίων «μη εισπραξιμότητας» ληξιπροθέσμων χρεών είναι:

-                 Η σπατάλη ανθρώπινων πόρων για την παρακολούθηση χρεών ανεπίδεκτων εξ αντικειμένου είσπραξης.

-                 Τα όργανα του Υπουργείου Οικονομικών που είναι επιφορτισμένα με το έργο της αναγκαστικής είσπραξης, επειδή απουσιάζουν η διαδικασία και τα κριτήρια, εκτελούν το έργο αυτό με βάση υποκειμενικές αξιολογήσεις και κριτήρια που δεν μπορούν να ελεγχθούν.

-                 Τα παραπάνω παρεμποδίζουν τη θέσπιση στόχων ποσοτικών και ποιοτικών στον τομέα των αναγκαστικών εισπράξεων για τα επιφορτισμένα με το έργο αυτό όργανα. 

v     Ενόψει των ανωτέρω, θεσμοθετούνται κανόνες σύμφωνα με τους οποίους θα γίνεται διάκριση των ληξιπροθέσμων χρεών σε «εισπράξιμα» και «μη εισπράξιμα» με βάση συγκεκριμένα, διαφανή και ορθολογικά κριτήρια έτσι ώστε να είναι ευχερής και ο έλεγχος των δημοσίων υπαλλήλων που  είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον είσπραξής τους και η άντληση συμπερασμάτων από την κεντρική φορολογική διοίκηση σχετικά με τα αίτια της μη εισπράξεως.

v   Η ένταξη των ληξιπροθέσμων στην κατηγορία των μη εισπραξίμων διενεργείται με απόφαση Ειδικού Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετά από γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου από υπηρεσιακούς παράγοντες και έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αφού παρέλθουν τριάντα ημέρες από την δημοσιοποίηση του καταλόγου εντάξεως των χρεών στην κατηγορία των «μη εισπραξίμων» στο διαδίκτυο. Σε κάθε περίπτωση τονίζεται ότι τα χρέη αυτά δεν διαγράφονται. Οι αποφάσεις του ειδικού κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενοποιούνται σε έκθεση στο τέλος κάθε έτους η οποία διαβιβάζεται στη Βουλή των Ελλήνων.

v                      Ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται εκείνες οι οφειλές για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες εντοπισμού πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης και σε κάθε περίπτωση οι ακόλουθες: 

α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν προέκυψε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων.

β. Εφόσον έχουν εντοπιστεί ακίνητα ή κινητά πράγματα, ικανά να καλύψουν μέρος ή το σύνολο των οφειλών, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση από το Δημόσιο ή τρίτους και από το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη δεν εξοφλήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του Δημοσίου.

γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο προς τον σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής.

δ. Εφόσον πρόκειται για πτωχό, οι εργασίες της πτώχευσης έχουν παύσει ελλείψει ενεργητικού.

ε. Εφόσον πρόκειται για επιχείρηση υπό εκκαθάριση, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτής και δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία.

στ. Ειδικά  στην περίπτωση χρεών για την καταβολή των οποίων υπάρχουν συνυπόχρεοι, έχουν ολοκληρωθεί και ως προς αυτούς τουλάχιστον οι ενέργειες των περιπτώσεων α, β και γ.

ζ. Έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ποινική διαδικασία σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.1882/90 και ο οφειλέτης έχει υποβληθεί σε εκτέλεση της τυχόν καταγνωσθείσας ποινής.

Άρθρο 13     

Γενική αρχή ενάντια στην καταστρατήγηση

Εισάγεται γενική αρχή σύμφωνα με την οποία τα φορολογικά ελεγκτικά όργανα δεν δεσμεύονται από τους δηλούμενους νομικούς χαρακτηρισμούς και υπαγωγή σε οποιαδήποτε φορολογία που κάνουν οι φορολογούμενοι, αλλά αναζητούν το πραγματικό περιεχόμενο, όταν οι πράξεις των φορολογουμένων έχουν εικονικό χαρακτήρα ή αποσκοπούν σε γραμματική ερμηνεία των διατάξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄  

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ  

Άρθρο 14  

Κατοικία και αλλαγή κατοικίας

Θεσπίζονται διατάξεις για  τον ορισμό της φορολογικής κατοικίας στην οποία  φορολογείται το παγκόσμιο εισόδημα και λαμβάνονται  υπόψη οδηγίες του ΟΟΣΑ.

Με τις  διατάξεις  αυτές επιδιώκεται  η αποφυγή καταστρατηγήσεων και εικονικής μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας εκτός Ελλάδος.

Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα.

Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής του.

Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις 183 ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.

Άρθρο 15

Φορολογία  νομικών προσώπων (ΑΕ, ΕΠΕ)  και μερισμάτων

Από τις χρήσεις που αρχίζουν από 1/1/2011 μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής από 24% σε 20% και εφαρμόζεται για το σύνολο των κερδών.

Για τα διανεμόμενα  κέρδη προβλέπεται φόρος 25% που διενεργείται με παρακράτηση στο νομικό πρόσωπο. Τα μερίσματα εντάσσονται στην φορολογική κλίμακα,  ουσιαστικά όμως εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση, (20% σε επίπεδο νομικού προσώπου και 25% παρακράτηση στα μερίσματα) για την πλειοψηφία των μετόχων. Για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα προβλέπεται δικαίωμα επιστροφής του παρακρατούμενου φόρου μερισμάτων. Αυτό θα συμβαίνει εάν αθροιζόμενα τα μερίσματα με τα λοιπά εισοδήματα είναι από 22.000 ευρώ και κάτω, όπου ο συντελεστής της κλίμακας είναι 24% άρα λόγω της παρακράτησης με 25% ο μικρομέτοχος και χαμηλόμισθος δικαιούται επιστροφής.(κλίμακα:12000 μηδέν, 12001 -16000 18%, 16001- 22001 24%).

Για τα μεγαλύτερα  εισοδήματα ουσιαστικά  θα εξαντλείται η φορολογία αφού θα έχει φορολογηθεί με 20% σε επίπεδο νομικού προσώπου  και 25% σε επίπεδο παρακράτησης διανεμομένων.

 Με τον τρόπο αυτό  εφαρμόζονται οι συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει υπογράψει η χώρα μας  και εφαρμόζονται επίσης  οι οδηγίες της ΕΕ περί ομίλων και ευνοούνται οι μικρομερισματούχοι.

 Ακόμα θεσπίζεται διάταξη για μη φορολογία κατά την εισαγωγή μερισμάτων από χώρες της ΕΕ εφόσον δεν διανέμονται τα εισαγόμενα μερίσματα για αναπτυξιακούς λόγους. Εννοείται ότι όποτε διανεμηθούν θα παρακρατηθεί ο φόρος που αναλογεί στα μερίσματα.

Για τους Ισολογισμούς που κλείνουν 31.12.2010  ο συντελεστής σε επίπεδο νομικού προσώπου ορίζεται σε 24% για το σύνολο των κερδών  και για τα διανεμόμενα κέρδη  της χρήσης αυτής ορίζεται επιπλέον  ποσοστό παρακράτησης 21%

Άρθρο 16

Κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.

Ο συντελεστής αυξάνεται από 1,5‰ σε 2‰  για πωλήσεις μετοχών που πραγματοποιούνται είτε στο ΧΑ είτε σε αλλοδαπά χρηματιστήρια από την 1η Ιανουαρίου 2011 και μετά, ενώ ρητά προβλέπεται ότι για μετοχές που αποκτώνται από 1-1-2012 και μετά δεν επιβάλλεται φόρος συναλλαγών αλλά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις. για τη φορολόγηση της υπεραξίας.

Για μετοχές που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά ανεξάρτητα από την κατηγορία των τηρούμενων βιβλίων, τα κέρδη που αποκτούν από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο ΧΑ, (φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις), φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις.

Περαιτέρω, ορίζεται ότι η τυχόν προκύπτουσα ζημία αναγνωρίζεται φορολογικά και για τα φυσικά πρόσωπα και για τις κάθε μορφής επιχειρήσεις.

Άρθρο 17

Δαπάνες επιχειρήσεων

 

1. Μη αναγνώριση ως δαπάνης των δωρεών που πραγματοποιούν επιχειρήσεις σε αθλητικά σωματεία.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις ορίζεται πλέον ρητά ότι τα χρηματικά ποσά που καταβάλλουν λόγω δωρεάς οι επιχειρήσεις σε αθλητικά σωματεία δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους, για την αποφυγή ερμηνευτικών προβλημάτων που ενδεχομένως έχουν δημιουργηθεί μετά την έναρξη ισχύος του ν.3842/2010 όπου γενικώς προβλέπεται ρύθμιση για το θέμα αυτό.

2. Εξαιρέσεις από τις διατάξεις περί υποκεφαλαιοδότησης επιχειρήσεων

Τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ’ της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με την τροποποίηση αυτή εξαιρούνται των διατάξεων περί υποκεφαλαιοδότησης και οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) του ν.3606/2007 (ΦΕΚ 195Α'), καθόσον και για τις εταιρείες αυτές συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι (μεγάλες ανάγκες ξένων κεφαλαίων, ανάπτυξη κεφαλαιαγοράς κλπ.) που συντρέχουν και για τις λοιπές επιχειρήσεις που έχουν ήδη εξαιρεθεί (τράπεζες, εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, εταιρείες παροχής υπηρεσιών κλπ.).

3. Αναγνώριση ποσοστού δαπάνης ως επισφάλεια στους πράκτορες ΟΠΑΠ

Ειδικά στις επιχειρήσεις επαγγελματιών πρακτόρων παιχνιδίων πρόγνωσης της ΟΠΑΠ Α.Ε, παρέχεται η δυνατότητα έκπτωσης από τις πραγματοποιούμενες πωλήσεις τους, οι οποίες προέρχονται από  αδιάθετα προπληρωμένα από τους ως άνω επιτηδευματίες, λαχεία ομαδικών συστημάτων και προπληρωμένων δελτίων παιχνιδιών και  έχουν επικυρωθεί στις μηχανές  της ΟΠΑΠ. Α.Ε., ποσοστού με κλίμακα ένα και μισό τοις εκατό (1,5%) για αξίες μέχρι 700.000 ευρώ, ένα τοις εκατό για αξίες από 700.001 έως 1.500.000 και μισό τοις εκατό για ποσά άνω των 1.500.001 ευρώ,  ως ποσό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων.

Τα ποσά αυτά αναγνωρίζονται λόγω  του κινδύνου της απώλειας εσόδων των προπληρωμένων από τους ως άνω επιτηδευματίες δελτίων παιχνιδιών ομαδικών συστημάτων  τα οποία παραμένουν απούλητα ενώ ήδη έχουν επικυρωθεί στις μηχανές  της ΟΠΑΠ. Α.Ε. και για τα οποία δια νόμου απαγορεύει την ακύρωσή τους.

4. Αναγνώριση πρόσθετου ποσού για δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας

Παρατείνεται για 4  έτη, μέχρι 31-12-2014 το δικαίωμα έκπτωσης για επιπλέον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των δαπανών αυτών που πραγματοποιήθηκαν στη χρήση.

 Η έκπτωση  χορηγείται όταν οι δαπάνες αυτές, υπερβαίνουν μέσα στη χρήση, το μέσο όρο των αντίστοιχων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν τις δύο προηγούμενες χρήσεις και αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη,

Άρθρο 18

Απόδοση μερισμάτων και λοιπών ποσών που παραγράφονται υπέρ του Δημοσίου

Με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται, ότι για τις παραγραφόμενες απαιτήσεις (μερίσματα, τόκοι ιδρυτικών τίτλων, ομολογιών κλπ.) που περιέρχονται οριστικά στο Δημόσιο με βάση το άρθρο 1 του ν.δ. 1195/1942  να έχουν  εφαρμογή οι διατάξεις του ν.2523/1997 για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση εκπρόθεσμης ή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης (1%, 2% και 2,5% αντίστοιχα) για καταβολή των σχετικών ποσών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. γιατί μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κύρωση με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να μην τα αποδίδουν και να αφήνουν να τα βρει ο έλεγχος

Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα για ποσά που έχουν παραγραφεί υπέρ του Δημοσίου και δεν έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου στο Δημόσιο, να μπορούν να καταβληθούν εντός του επόμενου από τη δημοσίευση μήνα, χωρίς την επιβολή προσαυξήσεων περί εκπροθέσμου υποβολής

Άρθρο 19  

Λοιπές διατάξεις εισοδήματος

1. Απαλλαγή από τη φορολογία του 50% των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στην Γερμανία

 Απαλλάσσεται και δεν φορολογείται, από 1.1.2010, το 50% των αποδοχών των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή την Ελληνική και την Γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη Γερμανική ή είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού.

Η απαλλαγή αυτή κρίνεται σκόπιμη  για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης, καθόσον παρόμοια απαλλαγή υφίσταται και για τους Έλληνες  μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες στην αλλοδαπή.

2. Υπολογισμός τεκμηρίου σε ατομικές επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων

Με την ρύθμιση αυτή, ορίζεται ότι η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει στην περίπτωση των ατομικών επιχειρήσεων μεταπώλησης αυτοκινήτων δεν μπορεί να υπερβαίνει την μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της επιχείρησης .

Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην άρση της άνισης μεταχείρισης σε βάρος των ατομικών επιχειρήσεων αλλά και στην αποφυγή της επιβάρυνσης των Δ.Ο.Υ. με τη διαδικασία της κατάθεσης των αδειών και πινακίδων αλλά και της μετέπειτα άρσης της ακινησίας για όλες τις περιπτώσεις των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που προορίζονται για πώληση.

3. Εφάπαξ προεξόφληση των επικουρικών συντάξεων αλλοδαπής προέλευσης σε δικαιούχους κατοίκους Ελλάδος

Με την προτεινόμενη ρύθμισηπροβλέπεται ότι, η εφάπαξ προεξόφληση των επικουρικών συντάξεων αλλοδαπής προέλευσης σε δικαιούχους κατοίκους Ελλάδος, η οποία διενεργείται κατόπιν αναλογιστικού υπολογισμού από τον ασφαλιστικό φορέα της αλλοδαπής, μετά από τον μεταξύ τους διακανονισμό και η οποία απαλλάσσεται του φόρου στην αλλοδαπή, κατανέμεται σε ίσα μέρη για να φορολογηθεί στο έτος καταβολής της και στα τέσσερα επόμενα έτη.

Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή για επικουρικές συντάξεις που δηλώνονται με τις αρχικές ή τροποποιητικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από 1.1.2010 και μετά.

4. Ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων, καταστάσεων κ.λπ. Εξουσιοδότηση για ορθότερη νομοθετική κάλυψη.

Με την προτεινόμενη ρύθμισηπροβλέπεται ότι, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων και των λοιπών κάθε είδους εντύπων καταστάσεων  και συμφωνητικών οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου πχ., δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, παρακρατούμενων φόρων, Φ.ΠΑ., μισθωτηρίων συμβολαίων, κλπ.,  οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ότι άλλο απαιτείται καθώς και η εκάστοτε υποχρεωτική υποβολή τους και η πληρωμή του φόρου, όταν προκύπτει και κατά περίπτωση, με την χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών. 

5. Φορολόγηση υπεραξίας ΦΔΧ

Με τους νόμους 3887 και 3888 που δημοσιεύθηκαν στις 30-9-2010 προβλέπεται και στους δύο νόμους φορολόγησητης υπεραξίας από την πώληση οχήματος με την άδειά του, σταδιακώς μειούμενη.

Προτείνεται να διαγραφεί η διάταξη του ν. 3888 και να μείνει σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3887 όπου επιβάλλεται  φόρος 3% στην αξία του οχήματος και της άδειας κατά τη μεταβίβασή τους σε όλες τις μεταφορικές επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν  τις διατάξεις του κανονισμού 1071/2009.

6. Έκτακτη εισφορά. Νομοτεχνική τακτοποίηση.

 Τροποποιείται η παράγραφος 10 του πέμπτου άρθρου του ν. 3845/2010, ώστε να αποφευχθεί η επιβολή έκτακτης εισφοράς στα έσοδα των επιχειρήσεων από συμμετοχές, για τα οποία έχει καταβληθεί εισφορά από τη θυγατρική εταιρεία όχι μόνο με βάση τις διατάξεις του ν.3845/2010 αλλά και με βάση τις διατάξεις του ν.3808/2009 (κέρδη χρήσης 2008), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε διπλή επιβολή εισφοράς στα ίδια κέρδη (από συμμετοχές).

7. Ανταπόδειξη για την ακρίβεια των συναλλαγών με επιχειρήσεις που εδρεύουν σε μη συνεργάσιμα με την Ελλάδα κράτη.

Οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τα κράτη του καταλόγου μη συνεργάσιμων κρατών, εφόσον οι συναλλαγές τους είναι πραγματικές και συνήθεις και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών, εισοδημάτων ή κεφαλαίων στη μη συνεργάσιμη χώρα με σκοπό την φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή, θα αναγνωρίζονται ως δαπάνες των επιχειρήσεων. Το βάρος της απόδειξης θα φέρει η επιχείρηση.

Άρθρο  20

Αναπροσαρμογή συντελεστών φόρου και εισφοράς πλοίων

Αναπροσαρμόζεται οι συντελεστές φόρου και εισφοράς των πλοίων Α΄ κατηγορίας που είναι νηολογημένα με ελληνική σημαία ή πλοίων ελληνικών συμφερόντων με ξένη σημαία, τα οποία είναι συμβεβλημένα ασφαλιστικώς με το ΝΑΤ, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις.

Η αναπροσαρμογή των συντελεστών φόρου και εισφοράς κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως, με διάταξη νόμου, για την πενταετία 2011-2015, αν και η αύξηση αυτή προβλέπεται ρητά από τις ανωτέρω διατάξεις, κρίνεται επιβεβλημένη προς άρση κάθε αμφισβήτησης που τυχόν ήθελε προκύψει και καθιερώθηκε από την πενταετία 1996-2000, επειδή οι προηγούμενες αναπροσαρμογές έγιναν με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών οι οποίες κυρώνονται με νόμο.

Η ανωτέρω ρύθμιση που προβλέπεται από το άρθρο αυτό είναι μία επαναλαμβανόμενη διάταξη που γίνεται με τον ίδιο τρόπο κάθε πενταετία από το έτος 1975 και μετά.

Άρθρο 21

Θέματα φορολογίας Κεφαλαίου

1.   Ενιαία δήλωση για δωρεές προς μη κερδοσκοπικά πρόσωπα

Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται αφενός ότι, για την παραλαβή των δηλώσεων για τις χρηματικές δωρεές προς τα πιο πάνω πρόσωπα, αρμόδια είναι η Δ.Ο.Υ. της κατοικίας του δωρεοδόχου και αφετέρου ότι μπορεί να υποβληθεί η οικεία δήλωση για το συνολικό ποσό των δωρεών και χωρίς την αναγραφή των στοιχείων των δωρητών, εφόσον δεν είναι γνωστά στο δωρεοδόχο.

2.Έναρξη χρόνου παραγραφής

Η κοινοποίηση πράξης επιβολής φόρου μπορεί να γίνει μέσα σε ένα έτος από την έκδοση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου, και προβλέπεται πλέον ότι η προθεσμία για την κοινοποίηση πράξης επιβολής φόρου γίνεται μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ..

Άρθρο 22

Θέματα Φόρου Ακίνητης Περιουσίας

1. Αναστέλλεται για ένα έτος η χορήγηση πιστοποιητικού Φόρου Ακίνητης Περιουσίας

Αναστέλλεται για ένα έτος η χορήγηση του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 πιστοποιητικού Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, το οποίο χορηγείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., καθώς λόγω της εφαρμογής για πρώτη φορά της φορολογίας αυτής δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία εκκαθάρισης του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας φυσικών προσώπων έτους 2010, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η χορήγηση του πιστοποιητικού αυτού.

2.  Εταιρείες ακινήτων  που εκμισθώνουν ακίνητά τους σε ναυτιλιακές εταιρείες του α.ν. 89/1967.

Εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου επί των ακινήτων εταιρείες που εκμισθώνουν ακίνητά τους σε ναυτιλιακές εταιρείες του α.ν. 89/1967. Η εξαίρεση αφορά μόνο στα ακίνητα που εκμισθώνονται σε ναυτιλιακές εταιρείες του α.ν. 89/1967, και με την προϋπόθεση ότι αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εγκατάσταση των γραφείων ή των αποθηκών των ναυτιλιακών εταιρειών. Η εισαγωγή της συγκεκριμένης εξαίρεσης κρίνεται απαραίτητη ως αντιστάθμισμα των επιπτώσεων της οικονομικής ύφεσης στο ναυτιλιακό κλάδο, ο οποίος παραδοσιακά συμβάλλει στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας.

3. Εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου επί των ακινήτων για τους συλλογικούς θεσμικούς φορείς  που βρίσκονται εκτός Ελλάδος και έχουν επενδύσεις σε ακίνητα εντός της Ελληνικής επικράτειας.(Ασφαλιστικά ταμεία, θεσμικοί επενδυτές κ.λπ.). Εξαιρούνται τα πρόσωπα αυτά μόνο εάν εδρεύουν σε μη συνεργάσιμα κράτη.

4. Απαλλαγή από  φόρο ακίνητης περιουσίας της  Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής

Απαλλάσσεται για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητά της η Αμερικανική Γεωργική Σχολή διότι προάγει τον ειδικό δημόσιο σκοπό της εκπαίδευσης, καθώς η αποστολή της είναι να εκπαιδεύει νέους και ενήλικες, προκειμένου να τους καταρτίζει επαγγελματικά για τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της γεωργίας, της οικολογίας και των επιστημών ζωής, προσβλέποντας με τον τρόπο αυτόν στη στήριξη της αειφόρου ανάπτυξης και τη διάχυση της πληροφόρησης σχετικά με τα αγροτικά θέματα.

Άρθρο 23

Θέματα Τελών και Ειδικών Φορολογιών

1. Τα τέλη κυκλοφορίας  για τα ΕΙΧ που τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς και  για τα εκποιούμενα από το Δημόσιο ή τον ΟΔΔΥ υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα για τεχνικούς λόγους

2. Εισιτήριο καζίνο

Με τις προτεινόμενες διατάξεις η αξία του εισιτηρίου για την είσοδο στον χώρο των καζίνο της χώρας, ορίζεται ενιαία στο ποσό των δώδεκα (12) ευρώ.

 Η ρύθμιση αυτή κρίνεται ως αναγκαία, για την αντιμετώπιση κατά ομοιόμορφο τρόπο της αξίας του εισιτηρίου εισόδου των καζίνο, δεδομένου ότι σήμερα, από τις υφιστάμενες διατάξεις του νόμου, υφίσταται μειωμένη τιμή ποσού έξι (6) ευρώ, των εισιτηρίων εισόδου του καζίνο Πάρνηθας, του καζίνο Θεσσαλονίκης και του καζίνο της Κέρκυρας, έναντι της τιμής του εισιτηρίου εισόδου των άλλων καζίνο της χώρας που είναι 15 ευρώ. Με τη ρύθμιση αυτή αποδυναμώνεται ο ισχυρισμός προς την ΕΕ ότι, η μειωμένη τιμή του εισιτηρίου εισόδου, για ορισμένες επιχειρήσεις καζίνο, έναντι άλλων ομοειδών, που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα.

3. Απαλλαγή για τους εκμεταλλευτές παραδοσιακών θερινών και χειμερινών κινηματογράφων με μία ή δύο οθόνες προβολών αξίας πενήντα λεπτών (0,50) του ευρώ ανά εισιτήριο,

Η απαλλαγή αυτή χορηγείται  ώστε να ενισχυθεί η βιωσιμότητα αυτών των αιθουσών που πλήττονται περισσότερο από τους λοιπούς συντελεστές της κινηματογραφικής παραγωγής και απειλούνται με οριστική διακοπή της λειτουργίας τους και παράλληλα διακοπή της ιστορικής διαδρομής του κινηματογράφου και του πολιτισμού γενικότερα της χώρας μας.

Άρθρο 24

Θέματα  ΚΒΣ, προστίμων και κυρώσεων

Έκδοση αθεώρητων στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία

 Με την προτεινόμενη διάταξη η έκδοση αθεωρήτων στοιχείων που δεν οφείλεται σε παραδρομή και εφόσον έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι την δέκατη πέμπτη  ημέρα του επόμενου μήνα, θεωρείται γενική παράβαση με συντελεστή βαρύτητας τρία (3). Ενδεικτικές περιπτώσεις που καταλαμβάνει η προτεινόμενη διάταξη είναι η έκδοση αθεωρήτων που προκύπτει κατά τον αυτοέλεγχο των επιτηδευματιών (Α.Υ.Ο. ΠΟΛ 1082/2003 & 1083/2003), η έκδοση χειρόγραφων αθεωρήτων στοιχείων λόγω βλάβης της Φ.Τ.Μ. κ.λπ. Τίθεται, δηλαδή, συγκεκριμένο όριο προστίμου κι έτσι εξορθολογοποιείται  το ύψος του προστίμου για τις πιο πάνω παραβάσεις δεδομένου και ότι, τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. δεν έχουν ταμιευτικό χαρακτήρα, αλλά αποσκοπούν στη συμμόρφωση των φορολογουμένων με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα αυτό.

Άρθρο 25

Ενσωμάτωση διατάξεων της Οδηγίας 2009/162/ΕΚ και της Οδηγίας  2009/69/ΕΚ  ΦΠΑ

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία περί Φ.Π.Α με τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/162/ΕΕ και της Οδηγίας 2009/69/ΕΚ, οι οποίες τροποποιούν τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ περί του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας.Η υιοθέτηση του προτεινόμενου άρθρου είναι αναγκαία, προκειμένου να επέλθουν νομοτεχνικές βελτιώσεις στην εθνική νομοθεσία έτσι ώστε να εναρμονιστεί πλήρως με την αντίστοιχη κοινοτική.

Συγκεκριμένα:

α) Η Οδηγία 2006/112/ΕΚ αποτελεί κωδικοποίηση – αναδιατύπωση των διατάξεων της 6ης Οδηγίας Φ.Π.Α (Οδηγία 77/388/ΕΟΚ) που αφορά το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

β) Η Οδηγία 2009/162/ΕΕ τροποποιεί διάφορες διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με τα εξής θέματα:

ü  την επέκταση του ειδικού συστήματος που εφαρμόζεται για το αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια,

ü  την εξομοίωση των κοινών επιχειρήσεων που συστήνονται από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, με διεθνείς οργανισμούς, και

ü  το δικαίωμα έκπτωσης Φ.Π.Α κατά την μικτή χρήση ακινήτων/ επενδυτικών αγαθών και υπηρεσιών.

γ) Η Οδηγία 2009/69/ΕΚ τροποποιεί την Οδηγία 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τη φοροδιαφυγή που συνδέεται με την εισαγωγή.

Κατά συνέπεια, τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 5, 7, 11, 13, 14, 23, 27 και 30 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000, όπως ισχύει, και όσον αφορά τις επιμέρους διατάξεις, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Γίνονται οι απαραίτητες τεχνικές προσαρμογές σχετικά με τον τόπο φορολογίας του αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, της θέρμανσης και ψύξης που παρέχονται μέσω δικτύων.

Ακόμα θεσπίζονται μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής του Φ.Π.Α σε κοινοτικό επίπεδο.

Η εισαγωγή αγαθών απαλλάσσεται από το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α) εάν ακολουθεί παράδοση ή μεταφορά των εν λόγω αγαθών σε υποκείμενο στον φόρο σε άλλο κράτος μέλος. Οι όροι υπό τους οποίους χορηγείται αυτή η απαλλαγή καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η πείρα κατέδειξε ότι οι έμποροι εκμεταλλεύονται τη μη ομοιόμορφη εφαρμογή της απαλλαγής για να μην καταβάλλουν Φ.Π.Α για αγαθά που εισάγονται υπό αυτές τις περιστάσεις.

Για να αποφευχθεί αυτή η κατάχρηση θα πρέπει να καθοριστεί, για ορισμένες πράξεις σε κοινοτικό επίπεδο σύνολο στοιχειωδών όρων υπό τους οποίους εφαρμόζεται αυτή η απαλλαγή.

Στην περίπτωση αυτή, ορίζεται υποχρεωτικά ότι, ο τελικός αγοραστής εγκατεστημένος σε ένα κράτος – μέλος (π.χ. Βούλγαρος έμπορος) αγαθών που εισάγονται σε άλλο κράτος – μέλος (π.χ. στηνΕλλάδα) από τρίτες χώρες (π.χ. από Κίνα) με τελικό προορισμό τη Βουλγαρία, πρέπει στη χώρα εισαγωγής (Ελλάδα) κατά τη στιγμή της εισαγωγής και προκειμένου να παρέχεται δικαίωμα απαλλαγής από τον Φ.Π.Α που οφείλεται για την εισαγωγή των αγαθών στην Ελλάδα, να παρέχει στην αρμόδια Αρχή:

α) Τον Α.Φ.Μ/Φ.Π.Α που του χορηγήθηκε στο κράτος – μέλος εγκατάστασής  του, όπου είναι το κράτος – μέλος του τελικού προορισμού των αγαθών,

β) Τον Α.Φ.Μ/Φ.Π.Α που του χορηγήθηκε στο κράτος – μέλος της εισαγωγής των αγαθών ή τον Α.Φ.Μ/Φ.Π.Α που έχει λάβει για λογαριασμό του ο φορολογικός αντιπρόσωπός του, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό.

Εξυπακούεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ότι τα αγαθά εγκαταλείπουν το Ελληνικό έδαφος προκειμένου να μεταφερθούν στη Βουλγαρία όπου κανονικά φορολογούνται.

Άρθρο 26  

Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Φ.Π.Α (ν.2859/2000).

1. Υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ και καταβολή του οφειλόμενου φόρου σε τρεις μηνιαίες δόσεις.

Παρέχεται η δυνατότητα παραλαβής περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ χωρίς την καταβολή όλου του οφειλόμενου ποσού.

 Συγκεκριμένα όταν υποβάλλεται η δήλωση θα καταβάλλεται το λιγότερο σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικά οφειλόμενου ποσού.  Το υπόλοιπο 60% του μη καταβληθέντος υπολοίπου, το οποίο λόγω της καθυστερημένης είσπραξής του προσαυξάνεται κατά ποσοστό ένα τοις εκατό (1%), θα καταβάλλεται σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις. Δηλαδή η καταβολή θα γίνεται 40 – 30 -30.  Η δόση δεν θα μπορεί να είναι μικρότερη των 300 Ευρώ

2. Βεβαίωση οφειλόμενου ΦΠΑ μετ έλεγχο. Δυνατότητα καταβολής σε 6 δόσεις

Παρέχεται η δυνατότητα καταβολής του ΦΠΑ σε έξι  δόσεις στις περιπτώσεις ποσών που βεβαιώνονται ύστερα από διοικητική επίλυση της διαφοράς ή με βάση πράξη η οποία οριστικοποιήθηκε λόγω μη άσκησης ή μη εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής και αφορούν οριστική πράξη προσδιορισμού του φόρου ή σε περίπτωση κατάργησης φορολογικής δίκης.

Η σκοπιμότητα των δόσεων κρίνεται αναγκαία  λόγω της δύσκολης οικονομικής; συγκυρίας και της παράτασης της οικονομικής κρίσης προκειμένου να διευκολυνθούν οι υποκείμενοι  στο φόρο να  καταβάλλουν το Φ.Π.Α. στο Δημόσιο  και το Δημόσιο να εισπράξει τις απαιτήσεις από φόρους με δεδομένες τις επιπτώσεις από την ήδη μειωμένη ρευστότητα των επιχειρήσεων.

3. Χρόνος φορολογίας ΦΠΑ στις  οικοδομές εάν δεν πωληθούν τα διαμερίσματα ή καταστήματα

Με τις υφιστάμενες διατάξεις το ακίνητο παύει να θεωρείται νεόδμητο και άρα υπαγόμενου σε ΦΠΑ κατά την μεταβίβασή του, με την συμπλήρωση πέντεετών από την έκδοση της οικοδομικής αδείας. Στο χρονικό αυτό σημείο ακίνητα τα οποία δεν έχουν μεταβιβασθεί ή χρησιμοποιηθεί και παραμένουν στην κατασκευαστική επιχείρηση προς πώληση θεωρούνται ότι χρησιμοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να προκύπτει η υποχρέωση των κατασκευαστικών επιχειρήσεων να καταβάλουν αυτές τον ΦΠΑ που αντιστοιχεί στο μέχρι εκείνη τη στιγμή κόστος του ακινήτου (αυτοπαράδοση).

Συμβαίνει όμως πολλές φορές η ανέγερση της οικοδομής να μην μπορεί να ξεκινήσει παρά την έκδοση της άδειας ή να διακόπτεται, για λόγους που δεν εξαρτώνται από τον κατασκευαστή, αλλά από δημόσιες υπηρεσίες ή ΔΕΚΟ όπως π.χ. αρχαιολογική υπηρεσία, πολεοδομία, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, κ.λπ.. Επίσης συχνά συμβαίνει (και ιδιαίτερα στην παρούσα κατάσταση λόγω της οικονομικής κρίσης) η ανέγερση να μην έχει ολοκληρωθεί με την παρέλευση της πενταετίας αλλά να συνεχίζεται και πέραν αυτής, οπότε απαιτείται η καταβολή του ΦΠΑ λόγω αυτοπαράδοσης χωρίς ακόμη να έχει ολοκληρωθεί το κόστος της οικοδομής. Σε περίπτωση δε που σκοπίμως δεν αρχίσει η ανέγερση μέσα στην πενταετία ή αρχίσει μεν αλλά πραγματοποιηθούν ελάχιστες εργασίες και συνεχιστεί η ανέγερση μετά την παρέλευση της πενταετίας, ουσιαστικά διαφεύγει ο ΦΠΑ(23%) , καθόσον δεν υπάρχει κτήριο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτοπαραδίδεται και να καταβληθεί ΦΠΑ,  το ακίνητο δε κατασκευαζόμενο μετά την παρέλευση της πενταετίας από την έκδοση της αδείας θα μεταβιβασθεί με ΦΜΑ(10%).

Με την προτεινόμενη διάταξη εξακολουθεί να θεωρείται ως νεόδμητο το ακίνητο μέχρι την συμπλήρωση τριετίας από την αποπεράτωση της οικοδομής. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα αφ’ ενός στις κατασκευαστικές επιχειρήσεις να αποπερατώνουν την οικοδομή χωρίς πρόσθετα βάρη τα οποία αυξάνουν το κόστος και τελικώς την τιμή διάθεσης του ακινήτου, και αφ’ ετέρου το δημόσιο εισπράττει πλέον ΦΠΑ κατά την πώληση ή την αυτοπαράδοση του ακινήτου (μίσθωση, ιδιόχρηση, δωρεάν παραχώρηση κλπ), σε περίπτωση δε που αυτό δεν έχει  μεταβιβασθεί ή χρησιμοποιηθεί μέσα σε μία τριετία από την αποπεράτωσή της οικοδομής, τότε οι αδιάθετες ιδιοκτησίες θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκαν και καταβάλλεται πλέον ΦΠΑ επί του συνολικού κόστους αυτών (αποπερατωμένων) και όχι πλέον και ημιτελών όπως συνέβαινε με τις προϊσχύουσες διατάξεις.

Ταυτόχρονα καθιερώνεται η υποχρέωση ενημέρωσης της ΓΓΠΣ από το ΙΚΑ, μέσα στο μήνα Ιανουάριο κάθε έτους, για τις οικοδομές που δηλώθηκαν ως αποπερατωθείσες κατά το προηγούμενο έτος έτσι ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός των κατασκευαστικών επιχειρήσεων για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση αυτοπαράδοσης για αδιάθετες ιδιοκτησίες μετά την παρέλευση τριετίας από την αποπεράτωσή τους.

 4. Δυνατότητα ένταξης στο καθεστώς ΦΠΑ  των εμπορευματικών κέντρων

Δίνεται δυνατότητα επιλογής φορολόγησης στην εκμετάλλευση εμπορευματικών κέντρων, όπως αυτά προσδιορίζονται με τις  διατάξεις των άρθρων 1 έως και 21 του ν.3333/05. Η επιλογή αυτή πραγματοποιείται με την υποβολή σχετικής αίτησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. των υποκειμένων που εκμεταλλεύονται τα εν λόγω εμπορευματικά κέντρα.

Με την επιλογή φορολόγησης παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που επιβαρύνει την κατασκευή και τη συντήρηση των εμπορευματικών κέντρων.

Στην περίπτωση επιλογής φορολόγησης της εκμετάλλευσης εμπορευματικών κέντρων ο διακανονισμός του φόρου εισροών των εν λόγω ακινήτων διενεργείται σε 10 έτη, με αφετηρία το έτος έναρξης χρησιμοποίησής των.

Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να αποφεύγονται καταστρατηγήσεις με την έκπτωση του φόρου εισροών της κατασκευής των εμπορευματικών κέντρων και επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση με την εκμετάλλευση εμπορικών κέντρων για τα οποία ισχύει ήδη η επιλογή φορολόγησης.

5. Δυνατότητα στους εφημεριδοπώλες να μην υποβάλλουν δηλώσεις ΦΠΑ, στην περίπτωση που δεν επιθυμούν να ασκήσουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους.

Η ρύθμιση αυτή έχει στόχο την ελάφρυνση των εν λόγω υποκειμένων από το κόστος υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ στην περίπτωση που κρίνουν ότι το εν λόγω κόστος είναι μεγαλύτερο από την ωφέλεια που θα έχουν από την έκπτωση του φόρου εισροών τους. Σημειώνεται ότι, ο φόρος που οφείλεται στην παράδοση εφημερίδων και περιοδικών που διακινούνται μέσω πρακτορείων διανομής εισπράττεται στην πηγή (εκδοτική ή εισαγωγική επιχείρηση) και τα πρόσωπα που μεσολαβούν στη διακίνηση των εντύπων αυτών δεν επιβάλλουν ΦΠΑ για την παράδοσή τους, έχουν όμως δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους.

6. Μεταβίβαση αδειών εκπομπών αερίων στο εσωτερικό της χώρας

Καθορίζεται ότι στη μεταβίβαση αδειών εκπομπών αερίων στο εσωτερικό της χώρας ο φόρος  να καταβάλλεται από το λήπτη. Η ρύθμιση αυτή στόχο έχει τον περιορισμό της φοροδιαφυγής που παρατηρείται στο εμπόριο των αδειών αυτών, στην ΕΕ,  μέσω μηχανισμού φοροδιαφυγής τύπου καρουζέλ.

7. Μη απώλεια δικαιώματος επιστροφής ΦΠΑ στους αγρότες που ασχολούνται με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, ή τη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων

Προβλέπεται ότι οι αγρότες που είναι ενταγμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με το ν. 3874/2010  και ασχολούνται με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, ή τη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων, έχουν δικαίωμα επιστροφής με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές ΦΠΑ, παρότι για τις ανωτέρω δραστηριότητες υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίου εσόδων εξόδων. Σκοπός της εν λόγω ρύθμισης είναι η διευκόλυνση των ανωτέρω συναλλαγών, οι οποίες θεωρούνται ως αγροτικές εκμεταλλεύσεις σύμφωνα με το ν. 3874/10 και η άρση ή η μη δημιουργία αντικινήτρου.

Άρθρο 27  

Κάρτα αποδείξεων και ηλεκτρονική φορολογική ενημερότητα 

[Κάρτα Αποδείξεων]

1.             Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν.3842/2010 (Α’ 58) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Για την εξυπηρέτηση των φορολογουμένων ως προς την καταγραφή του ποσού των αποδείξεων δαπανών που απαιτείται να προσκομισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθορίζεται εναλλακτικό σύστημα καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μέσω μαγνητικής κάρτας, που είναι ανώνυμη και προαιρετική. Τα δεδομένα που καταγράφονται για λογαριασμό του φορολογούμενου είναι: α) ο ΑΦΜ του εκδότη της απόδειξης, β) η ημερομηνία και γ) το ποσό της συναλλαγής. Αρμόδια αρχή για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων είναι η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. 

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται: α) το σύστημα καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων, β) οι φορείς, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, που δύνανται ή υποχρεούνται να παρέχουν την υποστήριξη και συνεργασία τους για την πραγματοποίηση του ως άνω συστήματος, γ) οι τεχνικές προδιαγραφές των απαιτούμενων εφαρμογών και υποδομών για τη λειτουργία του, δ) τα εν γένει οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια».

[Ηλεκτρονική φορολογική ενημερότητα]

2.             Στην παρ.3 του άρθρου 26 του ν.1882/1990 (Α’ 43), προστίθεται προτελευταίο εδάφιο με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών είναι αρμόδια να παρέχει ηλεκτρονική υπηρεσία πληροφόρησης των ως άνω υπηρεσιών η φορέων αναφορικά με τη φορολογική ενημερότητα φυσικών και νομικών προσώπων».

3.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 74 του ν.2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Δε βεβαιώνεται το ποσό που τελικώς οφείλεται με βάση οποιονδήποτε νόμιμο τίτλο, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα τρία (3) ευρώ, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Διαιτητική επίλυση φορολογικών διαφορών

Σώμα Φορολογικών Διαιτητών

Άρθρο 28  

Σώμα Φορολογικών Διαιτητών

1.             Ιδρύεται ειδικό Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (Σ.Φ.Δ.) με έδρα την Αθήνα.

2.             Έργο του Σ.Φ.Δ. είναι η διαιτητική επίλυση των κατά το άρθρο 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Π.Δ. 331/1985, Α΄ 116), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 1805/1988 (Α΄ 199), φορολογικών διαφορών, εφόσον το αντικείμενό τους, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2 εδ. δεύτερο του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), η οποία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 (Α΄ 213), υπερβαίνει το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

3.             Το Σ.Φ.Δ. υπάγεται στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπόκειται σε έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλη διοικητική αρχή και οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε από άποψη νομιμότητας, εκτός από εκείνες που αφορούν το προσωπικό του.

4.             Μέλη του Σ.Φ.Δ. είναι ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, οι Πρόεδροι Φορολογικών Διαιτητών και οι Φορολογικοί Διαιτητές, οι οποίοι ασκούν δημόσιο λειτούργημα, έχουν αποκλειστική απασχόληση και διορίζονται με πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται.

5.             Φορολογικοί Διαιτητές διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επαγγελματικής επάρκειας, ιδία δε πρόσωπα που έχουν διατελέσει δικαστικοί λειτουργοί ή είναι ή έχουν διατελέσει ανώτεροι ή ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί ή δημόσιοι υπάλληλοι με βαθμό Α΄ ή καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές Α.Ε.Ι. ή ανώτατα στελέχη δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, εφόσον όλοι έχουν δεκαετή εμπειρία στην επίλυση φορολογικών διαφορών ή σε ελεγκτικό φορολογικό έργο ή στην άσκηση καθηκόντων επί φορολογικών θεμάτων στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών.

6.             Οι Πρόεδροι Φορολογικών Διαιτητών επιλέγονται από τους Φορολογικούς Διαιτητές με απόφαση Συμβουλίου αποτελούμενου από α) έναν επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έναν επίτιμο σύμβουλο της επικρατείας, ως πρόεδρο, β) ένα νομικό σύμβουλο του Κράτους, γ) έναν επίτιμο πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, δ) τον Πρόεδρο του Σ.Φ.Δ. και ε) τον Αντιπρόεδρό του.

7.             Το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών διοικείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος ορίζεται από τα μέλη του με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με θητεία πέντε ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Κατά τον ίδιο τρόπο ορίζεται και ένας Αντιπρόεδρος, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Ο Πρόεδρος μπορεί με πράξη του να αναθέσει την άσκηση ορισμένων αρμοδιοτήτων στον Αντιπρόεδρο.

Άρθρο 29

Ασφάλιση και Φορολογία μελών του Σ.Φ.Δ.

1.             Τα μέλη του Σ.Φ.Δ. υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων-Τομέα Ασφάλισης Νομικών στην κατηγορία των εμμίσθων Α΄ τάξεως. Οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο σύνολο των αμοιβών τους κατά τις διατάξεις που διέπουν τους δικηγόρους με πάγια αντιμισθία. Κατά την πρώτη θητεία τους μπορούν να διατηρήσουν την ασφάλισή τους στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, στους οποίους υπάγονταν πριν από το διορισμό τους.

2.             Οι αμοιβές των μελών του Σ.Φ.Δ. φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.

Άρθρο 30

Διαδικασίες της διαιτητικής επίλυσης διαφορών 

1.             Το Φορολογικό Διαιτητικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται του έργου του κατόπιν αιτήσεως του φορολογουμένου, η οποία υποβάλλεται στο Σ.Φ.Δ. μέσα στην προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο και πρέπει να περιέχει όλα τα κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας στοιχεία του δικογράφου της προσφυγής. Αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται, με τη φροντίδα του αιτούντος, στη φορολογική ή τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Η φορολογική ή τελωνειακή αρχή πρέπει, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση, να διαβιβάσει την αίτηση, μαζί με αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης και της οικείας έκθεσης ελέγχου, στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρέπει να δηλώσει στο Σ.Φ.Δ. αν το Δημόσιο συμφωνεί για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την επίδοση της αιτήσεως στην αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή. Αν υποβληθεί θετική δήλωση, καλείται ο αιτών, με έγγραφο του Σ.Φ.Δ. που επιδίδεται σ’ αυτόν, να καταβάλει την προβλεπόμενη αμοιβή μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση, διαφορετικά η υπόθεση τίθεται στο αρχείο του Σ.Φ.Δ..

2.             Αν η αίτηση διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς υποβληθεί μετά την υποβολή αιτήσεως για διοικητική επίλυση της διαφοράς, κατά τις κείμενες διατάξεις, ή την άσκηση προσφυγής στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, αντίγραφό της και αντίγραφο της θετικής δηλώσεως του Δημοσίου για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και αντίγραφο του αποδεικτικού εγγράφου καταβολής της αμοιβής των διαιτητών, επιδίδονται, με τη φροντίδα του αιτούντος, στην αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή και στον πρόεδρο του διοικητικού δικαστηρίου, κατά περίπτωση, οπότε η υπόθεση που εκκρεμεί στη φορολογική ή τελωνειακή αρχή ή στο δικαστήριο τίθεται στο αρχείο.

3.             Αν η αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς υποβληθεί πριν από την αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την άσκηση της προσφυγής, η προθεσμία για την υποβολή αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επίδοση στον αιτούντα βεβαίωσης του Σ.Φ.Δ. για την υποβολή της αρνητικής δήλωσης από το Δημόσιο για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς.

4.             Αν κατατεθούν την ίδια ημέρα νη αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς και η προσφυγή, θεωρείται ότι έχει κατατεθεί πρώτη η αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς.

5.             Η διαφορά επιλύεται από τρεις διαιτητές. Τον πρόεδρο των διαιτητών και τους διαιτητές ορίζει ο Πρόεδρος του Σ.Φ.Δ. ανά δικάσιμο κατ’ αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους.

6.             Η δικάσιμος για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δύο (2) μήνες από την περιέλευση της θετικής δήλωσης του Δημοσίου για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς. Οι απόψεις της διοικητικής αρχής υποβάλλονται στο Σ.Φ.Δ. μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της θετικής δήλωσης. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη συζήτηση της υποθέσεως. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, παύει αυτοδικαίως η εξουσία των διαιτητών για επίλυση της διαφοράς και αναβιώνει η προθεσμία για τη υποβολή αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και την άσκηση προσφυγής, εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν ρητά για την παράταση της προθεσμίας για ορισμένο χρονικό διάστημα.

7.             Το Φορολογικό Διαιτητικό Δικαστήριο έχει τις αρμοδιότητες της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής σχετικά με τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.

8.             Για τη διαιτητική επίλυση των φορολογικών διαφορών εφαρμόζονται κατά λοιπά οι οικείες διατάξεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύουν κάθε φορά.

9.             Αν η αίτηση διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή, η υπόθεση διαβιβάζεται στο διοικητικό δικαστήριο για να προβεί στην ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξεως. Αρμόδιο δικαστήριο είναι ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο οποίος δικάζει κατά τη διαδικασία της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του Ν. 2523/1997 (Α΄ 179), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του Ν. 3900/2010 (Α΄ 213).

10.        Η αίτηση ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναλόγως εφαρμοζόμενες, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως.

Άρθρο 31

Θέματα εφαρμογής του Σ.Φ.Δ.

11.        Με Π.Δ/μα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ορίζονται τα σχετικά με τη συγκρότηση, σύνθεση, διοίκηση και λειτουργία του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, τα απαιτούμενα ειδικότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, τον αριθμό των Φορολογικών Διαιτητών και των Προέδρων Φορολογικών Διαιτητών, τη διαδικασία διορισμού και απολύσεως αυτών, τις ευθύνες που υπέχουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τις επιβαλλόμενες κυρώσεις για παράβαση των καθηκόντων τους, τον τρόπο ορισμού της αμοιβής των, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εύρυθμη λειτουργία του Σώματος.

12.        Με όμοιο Π. Δ/μα καθορίζονται οι καταβαλλόμενες αμοιβές από τους αιτούντες τη διαιτητική επίλυση φορολογικών διαφορών. Οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται από τους υποχρέους σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την τίτλο «Λογαριασμός Φορολογικών Διαιτητών».

13.        Για την αντιμετώπιση των κατά την εφαρμογή του παρόντος δαπανών μπορεί κατά τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας του Φορολογικών Διαιτητών να επιχορηγείται από το Δημόσιο ο ανωτέρω λογαριασμός με ποσό που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εγγράφεται δε προς τούτο υπό ιδιαίτερο κεφάλαιο και άρθρο  σχετική πίστωση στο προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.

14.        Η έναρξη λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Διαιτητών ορίζεται με Π/ Δ/μα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

15.        Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Συμβούλιο Διοίκησης του Σ.Φ.Δ. αποτελούμενο από α) έναν επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έναν επίτιμο σύμβουλο της επικρατείας, ως πρόεδρο, β) ένα νομικό σύμβουλο του Κράτους, γ) έναν επίτιμο πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, δ) έναν προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών και ε) έναν προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Συμβούλιο αυτό προβαίνει στην επιλογή των Φορολογικών Διαιτητών και των Προέδρων Φορολογικών Διαιτητών για την αρχική πλήρωση των θέσεων.

Άρθρο 32

Οργανωτικά θέματα λειτουργίας του Σ.Φ.Δ.

1.             Στο Σ.Φ.Δ. λειτουργεί Γραμματεία σε επίπεδο διεύθυνσης, της οποίας ο προϊστάμενος επιλέγεται από την ολομέλεια του Σώματος και διορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πλήρωση της θέσης του προϊσταμένου διεύθυνσης μπορεί, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, να γίνει και με μετάταξη προϊσταμένου διεύθυνσης διοικητικής υπηρεσίας του Δημοσίου ή δικαστηρίου ή ο.τ.α. ήν.π.δ.δ. που επιλέγεται από το Συμβούλιο Διοίκησης, ύστερα από ανακοίνωση για υποβολή υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Για τη μετάταξη απαιτείται και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία ο υπάλληλος μετατάσσεται. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του οικείου υπουργού. Ο διοριζόμενος ή μετατασσόμενος δεν πρέπει να έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του.

2.             Η κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος πλήρωση των θέσεων προϊσταμένων τμημάτων γίνεται με μετάταξη υπαλλήλων βαθμού Α΄ του Δημοσίου, ο.τ.α. ή ν.π.δ.δ., περιλαμβανομένων και των υπαλλήλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών, ή με διορισμό, ύστερα από ανακοίνωση για υποβολή υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Διορισμός γίνεται μόνο στις θέσεις που δεν θα καλυφθούν με μετάταξη. Η επιλογή των διοριζομένων ή μετατασσομένων γίνεται από το Συμβούλιο Διοίκησης. Για τη μετάταξη απαιτείται και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία ο υπάλληλος μετατάσσεται. Ο διορισμός των επιλεγομένων γίνεται με απόφαση των ΥπουργώνΟικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η μετάταξη με απόφαση των ίδιων και του οικείου υπουργού. Αποκλείονται υποψήφιοι που έχουν υπερβεί, κατ’ αντιστοιχία των θέσεων του πρώτου εδαφίου, το 55ο και 50ό έτος της ηλικίας τους κατά την ημερομηνία της ανακοίνωσης.

3.             Οι λοιπές θέσεις, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, καλύπτονται με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις της παρ. 2, εφόσον οι διοριζόμενοι ή μετατασσόμενοι δεν έχουν υπερβείτο 45ο έτος της ηλικίας τους.

4.             Το υπηρεσιακό συμβούλιο των υπαλλήλων του Σ.Φ.Δ. συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου από έναν Πρόεδρο Φορολογικών Διαιτητών, δύο (2) Φορολογικούς Διαιτητές και δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων.

5.             Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στη Γραμματεία του Σ.Φ.Δ. λαμβάνουν από την υπηρεσία τους το μισθό και όλες τις τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και τα είδους τακτικά επιδόματα, όπως και τις ειδικές αποζημιώσεις και απολαβές της οργανικής τους θέσης, που καταβάλλονται παγίως και που εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία αποσπώνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 2470/1997.

6.             Κατά τα λοιπά στους υπαλλήλους του Σ.Φ.Δ. εφαρμόζονται οι διατάξεις για τους δικαστικούς υπαλλήλους, όπως ισχύουν κάθε φορά.

7.             Η οργάνωση της Γραμματείας, οι αρμοδιότητες μεταξύ των υπηρεσιών της, ο αριθμός των θέσεων προσωπικού, η κατανομή τους σε κλάδους και ειδικότητες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Άρθρο 33

Ρύθμιση θεμάτων του Οργανισμού του Ν.Σ.Κ.

1.             Το άρθρο 2 του Ν. 3086/2002 (Α΄ 324)Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του (Οργανισμός ΝΣΚ) αντικαθίσταται ως εξής:

« Στην αρμοδιότητα του Ν.Σ.Κ. υπάγονται:

α) Η δικαστική υπεράσπιση των συμφερόντων του Κράτους και γενικότερα η νομική υποστήριξή του.

β) Η υποστήριξη των υποθέσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 και 15 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2594/1998 (ΦΕΚ 62 Α΄) και του άρθρου 56 παρ. 31l περ. α` έως ε` του Π.Δ. 230/1998 (ΦΕΚ 177 Α΄).

γ) Η υποστήριξη των υπηρεσιών της Διοίκησης σε θέματα κοινοτικού δικαίου με την επιφύλαξη των διατάξεων που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου αυτής.

δ) Η διενέργεια όλων των δικαστικών πράξεων, που αναφέρονται στο άρθρο 6 της Πολυμερούς Σύμβασης "Περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν" που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4421/1964 (Α΄ 215) και ανάγονται στα καθήκοντα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

ε) Η διεξαγωγή των δικαστικών πράξεων, που προβλέπονται στις διεθνείς συμβάσεις δικαστικής αρωγής σε ποινικές, αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στις οποίες η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος και συνιστούν καθήκοντα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως κεντρικής αρχής.

στ) Η καθοδήγηση των ενεργειών της Διοίκησης με νομικές γνωμοδοτήσεις.

ζ) Η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό και η ρύθμιση χρεών πτωxών οφειλετών του Δημοσίου.

η) Η γνωμοδότηση για την υπαγωγή διαφορών του Δημοσίου σε διαιτησία και ο ορισμός διαιτητών του.

θ) Η επεξεργασία των σχεδίων νόμων, διαταγμάτων και κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων, που παραπέμπονται αρμοδίως σ` αυτό.

ι) Η δικαστική υπεράσπιση και γενικότερα η νομική υποστήριξη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών των οποίων η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ή από μέλη του σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.

ια) Η δικαστική υπεράσπιση και γενικότερα η νομική υποστήριξη των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου των οποίων η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ή από μέλη του σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.

ιβ)  Η νομική υποστήριξη του Δημοσίου κατά τη συνομολόγηση συμβάσεων συμπεριλαμβανομένης και της νομικής συνδρομής κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων.»

2.             Το άρθρο 5 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 5

Συγκρότηση του Ν.Σ.Κ. ως συλλογικού οργάνου.

1. Το Ν.Σ.Κ., ως συλλογικό όργανο, λειτουργεί σε Ολομέλεια, Τμήματα και Τριμελείς Επιτροπές.

2. Η Ολομέλεια συγκροτείται ως πλήρης από τον Πρόεδρο και από το ήμισυ τουλάχιστον των Αντιπροέδρων και Νομικών Συμβούλων και ως τακτική από τον Πρόεδρο και, εναλλάξ κατά συνεδρίαση, από τους Αντιπροέδρους και τους Νομικούς Συμβούλους που κατέχουν εκάστοτε περιττό ή άρτιο, κατά τη σειρά αρχαιότητας, αριθμό (Α` και Β` Σύνθεση) και συνεδριάζει νομίμως με παρουσία είκοσι ενός (21) τουλάχιστον μελών.

Στην Ολομέλεια (πλήρη ή τακτική) προεδρεύει ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. και σε περίπτωση που δεν υπάρχει, είναι απών ή κωλύεται, ο αρχαιότερος από τους Αντιπροέδρους που παρίσταται."

3. Ο αριθμός και η συγκρότηση των Τμημάτων ορίζεται για κάθε δικαστικό έτος με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ.. Για την ύπαρξη απαρτίας κάθε Τμήματος απαιτείται η παρουσία του μισού πλέον ενός των Νομικών Συμβούλων, που έχουν ορισθεί και υπηρετούν κάθε φορά. Σε κάθε Τμήμα προεδρεύει Αντιπρόεδρος και σε περίπτωση που δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο αρχαιότερος Νομικός Σύμβουλος από αυτούς που παρίστανται. Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. μπορεί να προεδρεύει σε οποιοδήποτε Τμήμα.

Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων συμμετέχει υποχρεωτικά ο Αντιπρόεδρος ή Νομικός Σύμβουλος του Σχηματισμού ή  του τμήματος του Σχηματισμού των οποίων συζητείται υπόθεση, καθώς και ο Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου του οποίου  συζητείται υπόθεση και μόνο για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ,δύνανται δε να συμμετέχουν με γνώμη άνευ ψήφου και ένας αριθμός Παρέδρων και Δικαστικών Αντιπροσώπων του σχετικού Σχηματισμού.

4. Οι Πάρεδροι του Ν.Σ.Κ. μετέχουν στις εργασίες της Ολομέλειας και των Τμημάτων ως εισηγητές σε υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί, με γνώμη μετά ψήφου. Στις συνεδριάσεις μπορεί να παρίστανται Δικαστικοί Αντιπρόσωποι κατά τη συζήτηση υποθέσεων τις οποίες έχουν χειρισθεί, για παροχή εξηγήσεων ή διευκρινήσεων.

5. Στους Σχηματισμούς ή στα Τμήματα αυτών και στα Γραφεία Νομικών Συμβούλων     στα οποία ανήκει η ενώπιον όλων των δικαστηρίων και αρχών παράσταση και υπεράσπιση κάθε κατηγορίας και φύσεως υποθέσεων,λειτουργεί Τριμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται από έναν Αντιπρόεδρο ή έναν Νομικό Σύμβουλο, τον εισηγητή της υπόθεσης και από ένα άλλο μέλος του Ν.Σ.Κ., που υπηρετεί στην υπηρεσιακή αυτή μονάδα. Τριμελής Επιτροπή συγκροτείται και στα Δικαστικά Γραφεία στα οποία υπηρετούν τουλάχιστον τρία μέλη του Ν.Σ.Κ., από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι Πάρεδρος, ο οποίος και συμμετέχει υποχρεωτικά σ` αυτήν. Όλα τα μέλη των Επιτροπών έχουν δικαίωμα ψήφου. Στην Τριμελή Επιτροπή προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό και επί ομοιοβάθμων μελών ο αρχαιότερος.» 

3.             Το άρθρο 6 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής

« Άρθρο 6

Αρμοδιότητες Επιτροπών, Τμημάτων και Ολομέλειας

1. Οι Επιτροπές γνωμοδοτούν:

Για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ή αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων από το Δημόσιο και την παραίτηση από αγωγές ή άλλα ένδικα βοηθήματα, που ασκήθηκαν από αυτό, την αποδοχή αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων, που ασκήθηκαν κατά του Δημοσίου και τη ρύθμιση χρεών πτωχών οφειλετών του, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ή υπάγεται στην ανεξαρτήτως ποσού εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου και για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά δικαστικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί και την παραίτηση από ένδικα μέσα, που έχουν ασκηθεί, ανεξαρτήτως ποσού.

Επί δικαστικών αποφάσεων οι οποίες είναι κατά νόμο ανέκκλητες και συγχρόνως αμετάκλητες, η αρμόδια Τριμελής Επιτροπή αποφαίνεται με σχετική πράξη που υπογράφεται από τα μέλη που την συγκροτούν εάν συντρέχουν ή όχι κάθε φορά λόγοι κατ’ εξαίρεση ασκήσεως ενδίκου μέσου χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία εισηγήσεως και εκδόσεως πρακτικού.

  Οι Σχηματισμοί αποφαίνονται σε θέματα αρμοδιότητάς τους για υποθέσεις επαρχιών, στις οποίες δεν λειτουργούν Δικαστικά Γραφεία ή εάν στα Δικαστικά Γραφεία που λειτουργούν, δεν είναι δυνατή η συγκρότηση Επιτροπής. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ, καθορίζεται ο τρόπος, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των παραπάνω αρμοδιοτήτων.

2. Τα Τμήματα γνωμοδοτούν:

α)   Σε   υποθέσεις,   που   δεν   υπάγονται   στην   αρμοδιότητα   των   Επιτροπών ή παραπέμπονται σ' αυτά από Επιτροπή λόγω της σπουδαιότητάς τους.

β) Σε ερωτήματα της Βουλής των Ελλήνων πού υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Γραμματέα της Βουλής, καθώς και σε ερωτήματα της Διοίκησης, που υπογράφονται από τον Υπουργό, Αναπληρωτή Υπουργό, Υφυπουργό και Γενικό Γραμματέα Υπουργείου εφόσον ο τελευταίος είναι ειδικά εξουσιοδοτημένος και μόνο για θέματα της αρμοδιότητας του. Σε ερωτήματα που υπογράφονται από το κατά νόμο όργανο Διοίκησης Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή από τον Πρόεδρο Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλο κατά νόμο όργανο Διοίκησης Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου των οποίων  η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ., εφόσον αφορούν ζητήματα της αρμοδιότητας τους, ενώ ερωτήματα τους με γενικότερο ενδιαφέρον υπογράφονται μόνο από τον εποπτεύοντα Υπουργό.

γ) Σε ερωτήματα του Συμβουλίου Ελεγκτών Νομιμότητας τα οποία υπογράφονται από τον προεδρεύοντα του Συμβουλίου Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης  και υποβάλλονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 223 του Ν. 3852/2010 για ζητήματα μείζονος σημασίας που συνάπτονται με τον ασκούμενο από την Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας Ο.Τ.Α. έλεγχο και συνοδεύονται από τις απόψεις του αρμόδιου καθύλη Υπουργείου. Η γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τα ζητήματα αυτά είναι υποχρεωτική εφόσον γίνει δεκτή από τον αρμόδιο Υπουργό.

δ) Για τα σχέδια νόμου, διαταγμάτων ή κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων, που παραπέμπονται στο Ν.Σ.Κ. για επεξεργασία.

3. Η Ολομέλεια γνωμοδοτεί:

α) Πλήρης Ολομέλεια αα) Για την υποβολή διαφορών του Δημοσίου σε διαιτησία και τον ορισμό διαιτητών αυτού, ββ) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο ή την Τακτική Ολομέλεια, γγ) Για κάθε νομικό ζήτημα μείζονος σημασίας ή για ζήτημα σχετικό με τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και των υπηρεσιακών μονάδων του, που εισάγεται σε αυτήν από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.. δδ) Για την αποδοχή δικαστικών αποφάσεων, σε περιπτώσεις που εκκρεμεί στα δικαστήρια η εκδίκαση μεγάλου αριθμού ομοίων κατά το νομικό ζήτημα υποθέσεων β) Τακτική Ολομέλεια: (Α" και Β' Σύνθεση) αα) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο ή κάποιο Τμήμα, ββ) Σε ερωτήματα για τα οποία ζητείται από τον Πρόεδρο της Βουλής ή τον Υπουργό απευθείας η γνώμη της ή για τα οποία προηγήθηκε γνωμοδότηση Τμήματος, η οποία δεν έγινε αποδεκτή και ζητείται αρμοδίως η παραπομπή στην Ολομέλεια, γγ) Για κάθε υπόθεση, για την οποία στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ.

4. Οι Γενικοί Γραμματείς Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, μπορούν να απευθύνουν, για θέματα της αρμοδιότητας τους, τοπικού μόνο ενδιαφέροντος, ερωτήματα στα Δικαστικά Γραφεία ή Γραφεία Νομικού Συμβούλου της έδρας τους, ενώ για ζητήματα με ευρύτερο ενδιαφέρον τα ερωτήματα υποβάλλονται δια του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού. Τα Γραφεία αυτά, αν για το θέμα για το οποίο υποβάλλεται το ερώτημα, υπάρχει σχετική γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., τη γνωστοποιούν σε αυτούς που υπέβαλλαν το ερώτημα, διαφορετικά οι Νομικοί Σύμβουλοι ή Πάρεδροι, που υπηρετούν σ’αυτά αποστέλλουν τα ερωτήματα χωρίς καθυστέρηση και με πλήρη εισήγηση στο Γραφείο Προέδρου του Ν.Σ.Κ., για έκδοση γνωμοδότησης Τμήματος ή Ολομέλειας. Οι Νομικοί Σύμβουλοι ή Πάρεδροι, που υπηρετούν στα Γραφεία αυτά επιλύουν ευχερή νομικά ζητήματα επί προφορικών ερωτημάτων των Γενικών Γραμματέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων

5. Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. μπορεί να παραπέμπει σε Τμήμα ή στην Ολομέλεια οποιαδήποτε υπόθεση ή ερώτημα, έστω και αν έχει προηγηθεί σ' αυτά ατομική γνωμοδότηση. Επίσης, μπορεί να εισάγει οποιαδήποτε υπόθεση ή ερώτημα απευθείας στην Ολομέλεια, καθώς και να παραπέμψει σ' αυτήν οποιαδήποτε υπόθεση ή γνωμοδότηση Τμήματος, όταν κρίνει ότι η λύση που δόθηκε χρειάζεται επανεξέταση. Στις περιπτώσεις αυτές με την πράξη της παραπομπής ορίζεται και ο εισηγητής.

6. Τα ερωτήματα της Διοίκησης απευθύνονται προς την Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αποστέλλονται προς το Γραφείο Προέδρου και πρέπει να διαλαμβάνουν πλήρη εξιστόρηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και προσδιορισμό των προβληματισμών της, για την έννοια και το περιεχόμενο συγκεκριμένων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, των οποίων ζητείται η ερμηνεία από το Ν.Σ.Κ., προκειμένου να τις εφαρμόσει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της. Προκειμένου για ερωτήματα μισθολογικού περιεχομένου, η Διοίκηση, πριν από την υποβολή του ερωτήματος στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, απευθύνεται στη Διεύθυνση Μισθολογίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Αν η Διοίκηση εξακολουθεί να έχει προβληματισμό και μετά την απάντηση της πιο πάνω Διεύθυνσης ή η τελευταία δεν απαντήσει εντός του ευλόγου κατά περίπτωση χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το δίμηνο, υποβάλει το ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, επισυνάπτοντας και το απαντητικό έγγραφο της Διεύθυνσης Μισθολογίου. Γνωμοδοτήσεις επί ερωτημάτων που αφορούν μισθολογικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος ή που μπορεί να έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές συνέπειες, είναι υποχρεωτικές για τη Διοίκηση μόνον εφόσον γίνουν αποδεκτές και από τον Υπουργό Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται ειδικές κατηγορίες υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται αποδοχή της γνωμοδότησης και από αυτόν.

7. Τα ερωτήματα κατανέμονται από τον Πρόεδρο στους αρμόδιους Σχηματισμούς  προκειμένου να εισαχθούν σε Τμήμα ή στην Ολομέλεια. Επίσης ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει  ως εισηγητή Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο που υπηρετεί σε Γραφείο Νομικού Συμβούλου.

4.             Το άρθρο 7 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Επιτροπών οι υποθέσεις και τα ερωτήματα φέρονται για συζήτηση ύστερα από έγγραφη εισήγηση, η οποία διανέμεται στη μεν Ολομέλεια τουλάχιστον έξι ημέρες, στα δε Τμήματα τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση τους, για ενημέρωση των μελών τους. Η εισήγηση περιέχει υποχρεωτικά πλήρη έκθεση του πραγματικού και νομικού μέρους της υπόθεσης, με παράθεση του κειμένου των διατάξεων, που πρέπει να εφαρμοστούν, της ερμηνείας τους και της λύσης, που προτείνεται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις για θέματα ή υποθέσεις επείγουσας φύσης μπορεί η διαδικασία αυτή να μην τηρηθεί, ύστερα από άδεια του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. ή του Προέδρου του Τμήματος ή του προεδρεύοντα της Επιτροπής. Οι εισηγήσεις που απευθύνονται προς τον Πρόεδρο και τους Προέδρους των Τμημάτων συνοδεύονται υποχρεωτικά από αντίγραφα όλων των δικογράφων της υπόθεσης, καθώς και όλων των κρίσιμων για τη διάγνωση της διαφοράς λοιπών εγγράφων. Το ίδιο ισχύει για τις εισηγήσεις και τα πρακτικά των Επιτροπών των Γραφείων, που αποστέλλονται στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. για έγκριση ή θεώρηση και για τις εισηγήσεις προς τις Επιτροπές των αρμόδιων Σχηματισμών ή Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας  από τα Γραφεία του Ν.Σ.Κ., στα οποία δεν λειτουργεί τέτοια Επιτροπή.

2. Για τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Επιτροπών συντάσσονται πρακτικά, με εξαίρεση τα γνωμοδοτικά θέματα. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, των μεν Επιτροπών υπογράφονται από αυτούς που μετέχουν, της δε Ολομέλειας και των Τμημάτων, από εκείνον που προεδρεύει και τον γραμματέα. Οι γνωμοδοτήσεις σε ερωτήματα της Ολομέλειας και των Τμημάτων υπογράφονται από τον εισηγητή και τον Πρόεδρό τους αφού προηγουμένως τεθούν υπόψη των μελών που συμμετείχαν στη συνεδρίαση προς ενημέρωσή τους.

3. Οι γνωμοδοτήσεις σε ερωτήματα και τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις των Επιτροπών, των Τμημάτων και της Ολομέλειας εκδίδονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών, που έχουν ψήφο, οι οποίοι εκφέρουν τη γνώμη τους κατά σειρά αρχαιότητας, αρχίζοντας από τον νεότερο. Στα Τμήματα και στην Ολομέλεια σε περίπτωση που διατυπωθούν περισσότερες από δύο γνώμες, αυτοί που εκφράζουν την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Εάν οι γνώμες που εκφράζονται συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, γίνεται ψηφοφορία, για να αποκλεισθεί μια από αυτές. Αυτοί που εκφράζουν τη γνώμη που αποκλείεται οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες, μέχρι να σχηματισθεί πλειοψηφία. Αν υπάρξει ισοψηφία, στις μεν συνεδριάσεις της Ολομέλειας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου, στις δε συνεδριάσεις των Τμημάτων η υπόθεση παραπέμπεται στην Ολομέλεια. Στις συνεδριάσεις των Επιτροπών, αν δεν σχηματισθεί πλειοψηφία, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο Τμήμα. Οι γνωμοδοτήσεις και τα πρακτικά περιέχουν και τη γνώμη της μειοψηφίας με την αιτιολογία της. Επίσημο αντίγραφο κάθε γνωμοδότησης αποστέλλεται στην αντίστοιχη υπηρεσία, που επιμελήθηκε για την υποβολή του ερωτήματος, η οποία υποχρεούται να ενεργήσει για την αποδοχή ή μη αυτής και να ενημερώσει σχετικά την κεντρική υπηρεσία του Ν.Σ.Κ.

4. Οι γνωμοδοτήσεις δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, πριν από την αποδοχή τους με επισημειωματική πράξη από τον Πρόεδρο της Βουλής, τον αρμόδιο Υπουργό, ή το Διοικητικό Συμβούλιο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο αυτού ή Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής τους και την κατά νόμο δημοσίευσή τους στο διαδίκτυο, οι γνωμοδοτήσεις αποτελούν πράξεις, που είναι υποχρεωτικές για τη Διοίκηση ή το Νομικό Πρόσωπο ή την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή.

5. Πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, , καθώς και πρακτικά προτάσεων φιλικού διακανονισμού ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ,εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. εκτός εκείνων που αφορούν υποθέσεις μείζονος σημασίας ή έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Όλα τα λοιπά πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές ανεξαρτήτως ποσού εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών.

Τα πρακτικά αυτά δεν έχουν ισχύ ούτε εκτελούνται χωρίς την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών ή του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., οι οποίοι μπορούν να τροποποιούν αυτά μόνο προς όφελος του Δημοσίου. Το παραπάνω ποσό των 20.000 ευρώ μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Τα πρακτικά σε υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας εγκρίνονται από τον αρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό. Τα ως άνω πρακτικά, πριν από την έγκριση τους δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, ούτε χορηγείται αντίγραφο αυτών.

Τα πρακτικά που έχουν εγκριθεί, εκτελούνται υποχρεωτικά από τη Διοίκηση και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε παραπέρα έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση δεν χορηγείται αντίγραφο των εισηγήσεων σε ερωτήματα ή σε δικαστικές ή εξώδικες υποθέσεις.»

5.             Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. καταργείται και η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. : α) προΐσταται του Νομικού Συμβουλίου, είναι υπηρεσιακός και πειθαρχικός προϊστάμενος του κυρίου και του διοικητικού προσωπικού του Ν.Σ.Κ., κατευθύνει, παρακολουθεί και ελέγχει τις εργασίες του και μπορεί να ασκεί όλα τα καθήκοντα Αντιπροέδρου ή Νομικού Συμβούλου σε οποιαδήποτε υπηρεσιακή μονάδα, β) προεδρεύει στην Ολομέλεια, γ) υπογράφει τα αποδεικτικά των κάθε είδους δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων που επιδίδονται στο Δημόσιο, καθώς και κάθε εγγράφου που αφορά σε υποθέσεις της αρμοδιότητάς του, δ) τοποθετεί τα μέλη του κυρίου ή διοικητικού προσωπικού στις υπηρεσιακές μονάδες του Ν.Σ.Κ., ρυθμίζει θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των Σχηματισμών, των Γραφείων Νομικών Συμβούλων, Δικαστικών Γραφείων και της Κεντρικής Υπηρεσίας, ορίζει τα καθήκοντα του προσωπικού, τα βιβλία που τηρούνται από τα Γραφεία και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις της Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως ε) κατανέμει τις υποθέσεις στους Σχηματισμούς, στα Γραφεία των Νομικών Συμβούλων και τα Δικαστικά Γραφεία, χωρίς δέσμευση από την υλική ή τοπική αρμοδιότητά τους και μπορεί να χρεώνει ατομικά οποιαδήποτε υπόθεση σε συγκεκριμένο μέλος του κυρίου προσωπικού, στ) παρέχει τις εντολές για την άσκηση αγωγής, έγκλησης και κάθε άλλης επιθετικής δικαστικής πράξης ή ενέργειας, καθώς και τις σχετικές με αυτές πληρεξουσιότητες, ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή αρχής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, ζ) υπογράφει τα έγγραφα με τα οποία αποστέλλονται για εκτέλεση αποφάσεις σε βάρος του Δημοσίου στις υπηρεσιακές μονάδες οι οποίες χειρίσθηκαν τις υποθέσεις σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες και παρέχει τις απαιτούμενες προς υπογραφή συμβολαίων και πράξεων πληρεξουσιότητες.η) εγκρίνει τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου και θεωρεί τα πρακτικά των Τριμελών Επιτροπών για τα οποία προβλέπεται, σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, θ) εγκρίνει τη χορήγηση αντιγράφων από τα έγγραφα, που φυλάσσονται στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου ή προέρχονται από αυτό, ι) παραγγέλλει την έκτακτη επιθεώρηση των Σχηματισμών, των γραφείων και των μελών του Ν.Σ.Κ., καθώς και των δικηγόρων του Δημοσίου, ια) έχει κάθε άλλη αρμοδιότητα, που προβλέπεται στον παρόντα νόμο ή σε κάθε άλλη διάταξη και γενικά ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Υπηρεσίας, υπογράφοντας κάθε σχετικό έγγραφο.» 

6.             Το άρθρο 9 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

      « Άρθρο 9

Κεντρική Υπηρεσία Ν.Σ.Κ.

Η Κεντρική Υπηρεσία του Ν.Σ.Κ. συγκροτείται από τις ακόλουθες υπηρεσιακές μονάδες:

α) Γραφείο Προέδρου.

β) Γραμματεία.

γ) Σχηματισμοί Δικαστικών και Εξώδικων Υποθέσεων.

δ) Τμήμα Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως

ε) Τμήμα Νομοπαρασκευαστικού Έργου

στ) Κέντρο Νομολογίας, Πληροφορικής, Μελετών και Νομικών Εκδόσεων.

ζ) Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης.» 

7.             Το άρθρο 12 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                           « Άρθρο 12

Σχηματισμοί Δικαστικών και Εξωδίκων υποθέσεων

1. Οι Σχηματισμοί Δικαστικών και Εξωδίκων υποθέσεων διακρίνονται:

α) Σχηματισμός  Διοικητικών Δικαστηρίων και Ελεγκτικού Συνεδρίου.

β) Σχηματισμός Φορολογικών, Τελωνειακών υποθέσεων και υποθέσεων Διοικητικής Εκτέλεσης.

γ) Σχηματισμός Δημοσίων Συμβάσεων και Χρηματοοικονομικών υποθέσεων.

δ) Σχηματισμός  υποθέσεων Δικαστηρίων Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαστηρίων Αλλοδαπής.

ε) Σχηματισμός Πολιτικών Δικαστηρίων  και

στ’) Σχηματισμός Ποινικών Δικαστηρίων.

2. Σε κάθε Σχηματισμό υπάγονται α) Η ενώπιον όλων των δικαστηρίων και αρχών παράσταση και υπεράσπιση κάθε κατηγορίας και φύσεως υποθέσεων της αρμοδιότητάς του και η εισήγηση στο Νομικό Συμβούλιο ή την οικεία Επιτροπή, για τις δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, που του ανατίθενται. β) Η εκτέλεση των παρεχόμενων σ` αυτόν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εντολών. γ) Η εισήγηση ενώπιον των Τμημάτων ή της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. επί των ερωτημάτων, αρμοδιότητάς του και η κατάρτιση των σχετικών γνωμοδοτήσεων δ) οι υποθέσεις διαιτησίας, κατ’ αντιστοιχία του είδους και της φύσεως της αρμοδιότητάς του. ε) Η καθοδήγηση και παρακολούθηση του έργου των δικηγόρων του δημοσίου για τις υποθέσεις της αρμοδιότητάς του.

3. Κάθε Σχηματισμός συγκροτείται από ένα ή περισσότερα Τμήματα, με βάση τον αριθμό, τη φύση και τη γενικότερη κατηγορία των υποθέσεων που υπάγονται σ’ αυτόν.

Ο Σχηματισμός Διοικητικών Δικαστηρίων και Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελείται από Τμήμα Ελεγκτικού Συνεδρίου και Τμήματα Διοικητικών Υποθέσεων που συγκροτούνται με απόφαση του Προέδρου επί τη βάσει ενοποιημένων τομέων και κατηγοριών υποθέσεων διοικητικού δικαίου. Κάθε Τμήμα περιλαμβάνει Τομέα Ακυρωτικών Διαφορών και Τομέα Διοικητικών Διαφορών Ουσίας.

Ο Σχηματισμός Πολιτικών Δικαστηρίων αποτελείται από τα ακόλουθα Τμήματα: α) Υποθέσεων Εμπραγμάτου Δικαίου-Απαλλοτριώσεων-Δημόσιας Περιουσίας β) Υποθέσεων Εργατικών-Μισθολογικών Διαφορών και Διαφορών από Αυτοκίνητα γ) Υποθέσεων Αναγκαστικής Εκτέλεσης κατά τον Κ.Πολ.Δ. και δ) Υποθέσεων Ενοχικού-Εμπορικού Δικαίου και Λοιπών διαφορών.

4. Καθορίζεται ελάχιστος χρόνος παραμονής των υπηρετούντων μελών του Ν.Σ.Κ. σε κάθε Σχηματισμό ή Τμήμα Σχηματισμού η 4ετία. Κατ’ εξαίρεση, μετακίνηση υπηρετούντων μελών  μπορεί να γίνει πριν την πάροδο της 4ετίας  με αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου, κατόπιν εισήγησης του Τμήματος Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως. Το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ. που μετακινείται κάθε δικαστικό έτος, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 των υπηρετούντων μελών του ίδιου βαθμού κάθε Τμήματος ή  Σχηματισμού.

5. Με απόφαση του Προέδρου, προϊστάμενος κάθε Σχηματισμού τοποθετείται Αντιπρόεδρος και για προσωρινή αναπλήρωσή του ο αρχαιότερος Νομικός Σύμβουλος του Σχηματισμού. Προϊστάμενος των Τμημάτων τοποθετείται Νομικός Σύμβουλος.

6. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών,  καθορίζονται οι αρμοδιότητες των Σχηματισμών, ο τρόπος λειτουργίας τους και οι λοιπές οργανωτικές λεπτομέρειες.»

8.             Μετά το άρθρο 12 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. προστίθενται άρθρα 12α και 12β ως εξής:

                                   « Άρθρο 12α

Τμήμα Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως

1.                  Το Τμήμα Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως Προϊστάμενο και από δύο Νομικούς Συμβούλους οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Προέδρου με διετή θητεία και οι οποίοι απαλλάσσονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους από κάθε άλλη υπηρεσία πλην της συμμετοχής τους στα Τμήματα και την Ολομέλεια.

2. Το τμήμα Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως

α) παρακολουθεί ελέγχει και αξιολογεί το έργο των Σχηματισμών, των Γραφείων Νομικού Συμβούλου, των Δικαστικών Γραφείων και των δικηγόρων του Δημοσίου.  Ειδικότερα παρακολουθεί την πορεία των δικαστικών και εξωδίκων υποθέσεων, συγκεντρώνει στοιχεία για τον αριθμό, το είδος και τη σοβαρότητα αυτών και υποβάλλει τον Ιανουάριο κάθε έτους αναλυτική έκθεση προς τον Πρόεδρο του ΝΣΚ με την οποία αξιολογεί ποιοτικά και ποσοτικά το έργο των υπηρεσιακών μονάδων του ΝΣΚ και διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας και της οργάνωσής τους οι οποίες ενσωματώνονται στην ετήσια έκθεση του άρθρου 3 του παρόντος Οργανισμού.

β) Διενεργεί την τακτική και έκτακτη επιθεώρηση των μελών του κυρίου προσωπικού του ΝΣΚ μέχρι και του βαθμού του Παρέδρου κατά τη σειρά της εισαγωγής τους στο ΝΣΚ και συντάσσει τις σχετικές εκθέσεις επιθεωρήσεως.

3. Με προεδρικό  διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται ο τρόπος και οι λοιπές  προϋποθέσεις αξιολόγησης και επιθεώρησης. 

                                        Άρθρο 12β

               Τμήμα Νομοπαρασκευαστικού Έργου

1. Το Τμήμα Νομοπαρασκευαστικού Έργου α)ασκεί τις αρμοδιότητες του άρθρου 2 περ. θ) του παρόντος Οργανισμού, β) συμμετέχει υποχρεωτικά σε όλες τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ή ομάδες εργασίας, οι οποίες επεξεργάζονται σχέδια νόμων, συντάσσουν κώδικες ή νομοθετήματα με διατάξεις δικονομικού ή και ουσιαστικού περιεχομένου που αφορούν δίκες με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, καθώς και τα ΝΠΔΔ των οποίων η Νομική Υπηρεσία διεξάγεται από το ΝΣΚ ή από μέλη του σύμφωνα με ειδικές διατάξεις γ) υποδεικνύει στη διοίκηση την ανάγκη λήψεως περαιτέρω νομοθετικών μέτρων για την αποτελεσματικότερη δικαστική υπεράσπιση των συμφερόντων του Κράτους και γενικότερα τη νομική υποστήριξη  των λοιπών φορέων που αναφέρονται στην περ. β και ε) και διατυπώνει γνώμη για κάθε θέμα αρμοδιότητάς του που παραπέμπεται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ.

2. Προϊστάμενος του Τμήματος Νομοπαρασκευαστικού Έργου τοποθετείται με απόφαση του Προέδρου για δύο έτη, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή Νομικός Σύμβουλος ο οποίος και οργανώνει τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών του, υποδεικνύει τα μέλη του κύριου προσωπικού τα οποία θα συμμετάσχουν στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές της περίπτωσης β) της παραγράφου 1 και συγκροτεί  τριμελείς ομάδες εργασίας στις οποίες ορίζει και προεδρεύοντα για την προετοιμασία των σχεδίων νόμων και την επεξεργασία των λοιπών θεμάτων της αρμοδιότητας του τμήματος.

3. Η επεξεργασία των σχεδίων νόμων, ή άλλων θεμάτων γίνεται μετά από εμπεριστατωμένη εισήγηση προς την τριμελή ομάδα εργασίας, του μέλους που ορίζεται κάθε φορά από τον Προεδρεύοντα αυτής.

Οι προτάσεις και τα πορίσματα του Νομοπαρασκευαστικού Τμήματος διατυπώνονται σε αναλυτικό πρακτικό το οποίο, αφού εγκριθεί από την Ολομέλεια του ΝΣΚ διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στον αρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό.

4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται ο τρόπος και οι λοιπές  προϋποθέσεις λειτουργίας του Τμήματος.» 

9.             Το άρθρο 13 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                           « Άρθρο 13

Κέντρο Νομολογίας -Πληροφορικής - Μελετών - Νομικών Εκδόσεων

Το Κέντρο Πληροφορικής, Μελετών και Νομικών Εκδόσεων, αποτελείται από τα ακόλουθα Γραφεία:

α) Γραφείο Νομολογίας Μελετών και Νομικών Εκδόσεων,

β) Γραφείο βιβλιοθήκης,

γ) Γραφείο Μηχανοργάνωσης και Πληροφορικής.

Προϊστάμενος του Κέντρου τοποθετείται, με απόφαση του Προέδρου, Πάρεδρος, ή Δικαστικός Αντιπρόσωπος με τετραετή συνολική υπηρεσία ο οποίος προΐσταται και του Γραφείου Νομολογίας Μελετών και Νομικών Εκδόσεων. Προϊστάμενος του Γραφείου Βιβλιοθήκης τοποθετείται διοικητικός υπάλληλος και του Γραφείου Μηχανοργάνωσης και Πληροφορικής υπάλληλος του κλάδου Πληροφορικής.

10.        Το άρθρο 17 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                              « Άρθρο 17

                Γραφεία Νομικών Συμβούλων

1. Στη Βουλή των Ελλήνων, σε κάθε Υπουργείο, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, λειτουργεί Γραφείο Νομικού Συμβούλου. Γραφεία Νομικού Συμβούλου λειτουργούν και σε Γραφεία Υφυπουργών, Γενικές Γραμματείες, στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές ή σε Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον τούτο προβλέπεται από ειδικές οργανικές διατάξεις. Οι ίδιες διατάξεις προσδιορίζουν αν αυτά είναι αυτοτελή ή υπάγονται στα Γραφεία Νομικού Συμβούλου του οικείου ή του προϊστάμενου Υπουργείου. Στα Γραφεία Νομικού Συμβούλου υπηρετούν μόνο μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με βαθμό Νομικού Συμβούλου και Παρέδρου με συνολικό χρόνο παραμονής στον αντίστοιχο βαθμό τουλάχιστον επτά ετών.  Τα Γραφεία αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Στο Γραφείο προΐσταται Νομικός Σύμβουλος. Σε περίπτωση κωλύματος, απουσίας ή κένω­σης της θέσης του προϊστάμενου Νοµικού Συµβούλου, μπορεί µε πράξη του Προέδρου, να ορισθεί αναπληρωτής του άλλος Νοµικός Σύµβουλος ή Πάρεδρος αρχαιότερος από τους υπηρετούντες στο Γραφείο.

5. Ο Προϊστάμενος του Γραφείου προΐσταται του κυρί­ου και διοικητικού προσωπικού του Γραφείου, κατα­νέµει τις εργασίες µεταξύ του προσωπικού, καθοδηγεί αυτό ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του, παρακολουθεί τις εργασίες του και είναι υπεύθυνος για την επιµελή διεξαγωγή των υποθέσεων και την εύρυθµη λειτουργία του Γραφείου του.

6. Η ανάθεση σε Γραφείο Νοµικού Συµβούλου ή προ­σωπικώς σε µέλος του κυρίου προσωπικού από τον Πρό­εδρο, οποιασδήποτε υπόθεσης, συνεπάγεται την υπο­χρέωσή τους για εκτέλεση της εντολής, χωρίς δυνατότη­τα επιστροφής ή παραπέρα ανάθεσης από αυτόν της υπόθεσης, σε άλλο Γραφείο ή άλλο µέλος του Ν.Σ.Κ ή δι­κηγόρο του Δηµοσίου.

11.        Το άρθρο 18 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής

« Δικαστικά Γραφεία

1. Στην έδρα κάθε Περιφέρειας εκτός της Περιφέρειας Αττικής (Αθήνα, Πειραιά), Κεντρικής Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη) και Βορείου Αιγαίου (Μυτιλήνη), καθώς και στις πόλεις Αγρίνιο, Αλεξανδρούπολη, Βέροια, Βόλο, Έδεσσα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καβάλα, Καλαμάτα, Κατερίνη, Κοζάνη, Κομοτηνή, Κόρινθο, Λαμία, Λάρισα, Λειβαδιά, Μεσολόγγι, Ναύπλιο, Πάτρα, Πολύγυρο, Πύργο, Ρέθυμνο, Ρόδο, Σέρρες, Σπάρτη, Σύρο, Τρίκαλα, Χαλκίδα και Χανιά, λειτουργούν Δικαστικά Γραφεία του Ν.Σ.Κ. Δικαστικά Γραφεία λειτουργούν επίσης στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, και  σε Ν.Π.Δ.Δ. σύμφωνα με ειδικές για αυτά διατάξεις.

2. Στο Δικαστικό Γραφείο προΐσταται Πάρεδρος ή Δικαστικός Αντιπρόσωπος, η αναπλήρωση του οποίου γίνεται, όπως ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 35. Αν η αναπλήρωση από μέλος του Ν.Σ.Κ. δεν είναι δυνατή, μπορεί, με απόφαση του Προέδρου, να ορισθεί αναπληρωτής δικηγόρος, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 24.

3. Στο Δικαστικό Γραφείο ανήκει: α) Η ενώπιον όλων των Δικαστηρίων και Αρχών της περιφέρειας του νομού υπεράσπιση του Δημοσίου. β) Η εισήγηση για τις υποθέσεις αυτές στην Επιτροπή του Γραφείου, αν είναι δυνατή η συγκρότησή της, διαφορετικά στο Ν.Σ.Κ. σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 και της παρ. 1 του άρθρου 7.

4. Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 17 έχει εφαρμογή και στα Δικαστικά Γραφεία.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., μπορεί να ιδρύονται και νέα Δικαστικά Γραφεία ή να καταργούνται υφιστάμενα.» 

12.        Το άρθρο 22 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                                   « Άρθρο 22

Υποχρεώσεις μελών Ν.Σ.Κ. και δημοσίων υπηρεσιών

1. Σε κάθε δικαστική ή εξώδικη υπόθεση, μετά από την ανάθεση αυτής σε Σχηματισμό ή Γραφείο του Ν.Σ.Κ., οφείλει το μέλος του κύριου προσωπικού που την χρεώθηκε, να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, για την εξακρίβωση του πραγματικού της διαφοράς και σε συλλογή των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Εφόσον από τα στοιχεία αυτά πιθανολογείται η βασιμότητα των αξιώσεων, που προβάλλονται κατά του Δημοσίου, κινείται από τον χειριζόμενο την υπόθεση η διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση από την παρ. 1 του άρθρου 7, την περ. α` της παρ. 2 του άρθρου 12 και την περ. β της παρ. 3 του άρθρου 18 για την αναγνώριση αυτών ή για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ή, σε περίπτωση αμφιβολίας, για τον καθορισμό της τηρητέας πορείας, κατά τις διακρίσεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 6. Στην αντίθετη περίπτωση οφείλει να εξαντλήσει κάθε ενδεικνυόμενη δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ή παράσταση, για την υπεράσπιση του συμφέροντος του Δημοσίου.

2. Κάθε δημόσια αρχή και υπηρεσία υποχρεούται: α) σε άμεση παροχή προς τις υπηρεσιακές μονάδες και τα μέλη του Ν.Σ.Κ. των πληροφοριών και στοιχείων, τα οποία προσφέρονται για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου ή απόκρουση των κατ` αυτού αξιώσεων τρίτων, β) σε έγκαιρη υπόδειξη των μαρτύρων του Δημοσίου, η κατάθεση των οποίων, εφόσον είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι υποχρεωτική και γ) σε κάθε άλλη δυνατή συνδρομή με παροχή υπηρεσιών, που υποβοηθούν το έργο της υποστήριξης των υποθέσεων του Δημοσίου. Άρνηση, ολιγωρία ή πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, που διώκεται ύστερα από σχετικό έγγραφο του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. και δημιουργεί την υποχρέωση, στις αρμόδιες υπηρεσίες, ελέγχου των υπευθύνων και ενδεχόμενου καταλογισμού σε βάρος τους των ζημιών, που υπέστη το Δημόσιο από τη συμπεριφορά τους.

3. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και στις αντίστοιχες υποθέσεις των Ν.Π.Δ.Δ., που η νομική τους υπηρεσία διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ. ή από μέλη του.

4. Κάθε υπηρεσιακή μονάδα του Ν.Σ.Κ. υποχρεούται να τηρεί ανελλιπώς ατομική κατάσταση των υποθέσεων, που ανατίθενται κάθε δικαστικό έτος, στην οποία καταχωρούνται ιδίως το μέλος του ΝΣΚ στο οποίο χρεώθηκε η υπόθεση, ο αριθμός εντολής του Ν.Σ.Κ., ο αριθμός φακέλου και πρωτοκόλλου του Σχηματισμού ή του Γραφείου όπου υπηρετεί, η ημερομηνία ανάθεσης, η κατηγορία της υπόθεσης (ερώτημα δικαστική -εξώδικη), το είδος της διαφοράς και κάθε γι` αυτή παραπέρα στάδιο ενέργειας. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., μπορεί να καθιερώνεται ενιαίο έντυπο για τις πιο πάνω καταστάσεις εργασιών των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ.. Οι καταστάσεις αυτές ενημερώνονται με επιμέλεια των μελών στα οποία αφορούν και υπογράφονται από αυτά και τον προϊστάμενο του Γραφείου και αποστέλλονται  στη λήξη κάθε δικαστικού έτους στην Τμήμα Επιθεώρησης Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως, και στον Πρόεδρο οποτεδήποτε ζητηθεί από αυτόν.

5. Κάθε μέλος, σε περίπτωση τοποθέτησής του, για οποιονδήποτε λόγο, σε άλλη υπηρεσιακή μονάδα από εκείνη, στην οποία υπηρετεί, υποχρεούται να παραδώσει τους φακέλους των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί στον αντικαταστάτη του, και αν δεν έχει ορισθεί αντικαταστάτης, στον Προϊστάμενο του Γραφείου. Οι φάκελοι συνοδεύονται από κατάσταση καταγραφής τους, η οποία περιέχει, εκτός των άλλων και μνεία του διαδικαστικού σταδίου, στο οποίο βρίσκονται και όλες τις ενέργειες, που έχουν γίνει, μέχρι τότε σε αυτούς. Η κατάσταση υπογράφεται από τον παραδίδοντα, τον παραλαμβάνοντα και από τον Προϊστάμενο και φυλάσσεται στο αρχείο του οικείου Σχηματισμού ή Γραφείου. Αντίγραφο αυτής, θεωρημένο από τον Προϊστάμενο, αποστέλλεται στον Πρόεδρο για ενημέρωσή του . Οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται στα μέλη που υπηρετούν και μετακινούνται σε υπηρεσιακές μονάδες της Αθήνας, για τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί με προσωπική χρέωση.» 

13.        Το άρθρο 23 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                                  «Άρθρο 23

                              Οικονομικά θέματα

Οι δαπάνες εγκατάστασης, στέγασης και λειτουργίας (αγοράς βιβλίων, γραφικής ύλης, θέρμανσης, καθαριότητας κλπ.), των Γραφείων Νομικού Συμβούλου, βαρύνουν τους προϋπολογισμούς, των αντίστοιχων Υπουργείων, της δε Κεντρικής Υπηρεσίας και των λοιπών Υπηρεσιακών Μονάδων του Ν.Σ.Κ. βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ν.Σ.Κ.. Οι ίδιες δαπάνες των Γραφείων Νομικών Συμβούλων και Δικαστικών Γραφείων που λειτουργούν σε Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και η μισθοδοσία του προσωπικού του Ν.Σ.Κ., που διατίθεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, βαρύνουν αντίστοιχα τους προϋπολογισμούς αυτών.

Τα Υπουργεία, Γενικές Γραμματείες, οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές και γενικά όλοι οι φορείς στους οποίους λειτουργούν υπηρεσιακές μονάδες του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υποχρεούνται να διαθέτουν σ’αυτές το αναγκαίο διοικητικό προσωπικό.»

Άρθρο 35

1.             Οι παράγραφοι 2 και 7 του άρθρου 24 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίστανται ως εξής:

«2. Οι δικηγόροι του Δημοσίου ορίζονται για μία διετία με έναν αναπληρωτή, με απόφαση του Προέδρου, ύστερα από έγγραφη γνώμη του Τμήματος Επιθεωρήσεως Ποιοτικού Ελέγχου και Αξιολογήσεως, που εκδίδεται με βάση προηγούμενη σχετική κοινή εισήγηση της κατά τόπο αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) και της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου (Κ.Υ.Δ.). Πριν από την παρέλευση της διετίας, είναι δυνατή η αντικατάσταση του δικηγόρου για τον υπολειπόμενο χρόνο, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Ανανέωση της εντολής στον ίδιο δικηγόρο επιτρέπεται πάντοτε, αν εκπλήρωσε με επάρκεια τα καθήκοντά του. Η αντικατάσταση ή η μη ανανέωση της εντολής δεν δημιουργεί υπέρ του δικηγόρου οποιοδήποτε δικαίωμα προς αποζημίωση, πλην της αξίωσης για καταβολή της οφειλόμενης κατά την παρ. 5 αμοιβής για τις, μέχρι την κοινοποίηση σε αυτόν της σχετικής πράξης, ενέργειές του στις υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί.»

« 7. Η αμοιβή και τα έξοδα των δικηγόρων του Δημοσίου εκκαθαρίζονται, από την κατά το άρθρο 16 Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας με επιμέλεια του Τμήματος εκκαθάρισης αμοιβών αυτής, το οποίο και μεριμνά για τη σύνταξη της οικείας εκκαθαριστικής πράξης, την υπογραφή της από τον Πρόεδρο και την εκτέλεσή της.»

2.             Το άρθρο 26 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

                    « Ασκούμενοι δικηγόροι

Η πρακτική άσκηση ασκούμενων δικηγόρων μπορεί να γίνει στην Κεντρική Υπηρεσία, σε Γραφείο Νομικού Συμβούλου της παρ. 3 του άρθρου 17  ή σε Δικαστικό Γραφείο του Ν.Σ.Κ., σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Η διάθεση των ασκούμενων δικηγόρων στις υπηρεσιακές μονάδες του Ν.Σ.Κ. γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., ο οποίος χορηγεί και το πιστοποιητικό για την άσκησή τους. Στους ασκούμενους δικηγόρους καταβάλλονται πάγια μηνιαία έξοδα κίνησης, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.» 

3.              Η παρ. 2 του άρθρου 27 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

« 2.Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ορίζεται ως εξής: α) Των Αντιπροέδρων συνολικά σε οκτώ (8), β) των Νομικών Συμβούλων συνολικά σε πενήντα έξι (56), γ) των Παρέδρων συνολικά σε εκατόν εικοσιοκτώ (128) και δ) των Δικαστικών Αντιπροσώπων συνολικά σε διακόσιες τριάντα επτά (237).

4.             Η περίπτωση 4 του άρθρου 30 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής: «4. Ως μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. διορίζονται, κατόπιν διαγωνισμού, όσοι έχουν συμπληρώσει το 27ο  έτος της ηλικίας τους και έχουν συμπληρώσει διετή δικηγορία ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος και έχουν συμπληρώσει ένα έτος δικηγορίας, ή είναι δικαστικοί λειτουργοί, και δεν έχουν υπερβεί το 40ο  έτος της ηλικίας τους».

5.             Η παρ.1 του άρθρου 37 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το μέλος του κύριου προσωπικού οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται στο Σύνταγμα και στους νόμους, απολαύει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, δεν ευθύνεται, δεν διώκεται και δεν εξετάζεται για γνώμη που διατύπωσε ή πράξη που εκτέλεσε κατά την νόμιμη άσκηση των καθηκόντων του.»

6.             Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 38 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίστανται ως εξής:

«4. Όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας προβλέπεται σε υπουργεία η συγκρότηση νομοπαρασκευαστικών επιτροπών ή άλλων συλλογικών οργάνων με νομοπαρασκευαστικές αρμοδιότητες συμμετέχει υποχρεωτικά σε αυτές, για τη νόμιμη συγκρότησή τους, και ο Νομικός Σύμβουλος του Ν.Σ.Κ. στο αντίστοιχο υπουργείο με αναπληρωτή άλλο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο, που υπηρετεί στην Υπηρεσία Νομοπαρασκευαστικού Έργου, οι οποίοι ορίζονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. ύστερα από ερώτημα της αρμόδιας υπηρεσίας.

5. Τα μέλη του Ν.Σ.Κ., που μετέχουν, με βάση ειδικές διατάξεις, σε συμβούλια ή επιτροπές ή άλλα συλλογικά όργανα της διοίκησης, προηγούνται από τους λοιπούς υπηρεσιακούς παράγοντες, που συμμετέχουν σε αυτά, εκτός από τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και Γενικούς Γραμματείς Αποκεντρωμένων Διοικήσεων.» 

7.             Από το  άρθρο  40 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. απαλείφεται η λέξη «υποχρεωτικά».

Άρθρο 36  

Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού και διαδικασίας προαγωγών του Ν.Σ.Κ.

 

1.             Η περίπτωση ε της παρ.2 του άρθρου 44 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

«ε.) α) Η προαγωγή στη θέση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου ενεργείται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, επιλέγει τον προαγόμενο μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα. Η γνώμη της διάσκεψης των Προέδρων ζητείται από τον παραπάνω Υπουργό και δεν τον δεσμεύει κατά τη διατύπωση της εισήγησής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

β) Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο με εισήγηση του ως άνω Υπουργού προεπιλέγει έξι από τους Λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έχουν τα τυπικά προσόντα κατά περίπτωση.

Στη συνέχεια, ο ίδιος Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μετά από ακρόαση των υποψηφίων, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, εκφράζει γνώμη προτείνοντας τρεις λειτουργούς του Ν.Σ.Κ. μεταξύ των έξι προεπιλεγέντων κατά περίπτωση.

γ )  Η διάταξη της περίπτωσης α της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για τις προαγωγές στις θέσεις των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από εισήγηση του ως άνω Υπουργού προεπιλέγει όταν η προς πλήρωση θέση είναι μία έξι από τους Λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έχουν τα τυπικά προσόντα. Για κάθε μία επιπλέον θέση, ο αριθμός των προεπιλεγομένων αυξάνεται κατά 2.

Στη συνέχεια, ο Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μετά από ακρόαση των υποψηφίων, εκφράζει με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, γνώμη προτείνοντας αριθμό λειτουργών του Ν.Σ.Κ. ίσον μπρος το ήμισυ των προεπιλεγέντων

δ) Για την πλήρωση των θέσεων οι οποίες πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους ο ως άνω Υπουργός κινεί τις διαδικασίες που ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής το αργότερο ως το τέλος Απριλίου. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί κάποια από τις παραπάνω θέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους η διαδικασία κινείται μέσα σε δύο μήνες από την κένωση της θέσης και η προαγωγή του λειτουργού του ΝΣΚ ανατρέχει στη λήξη της δίμηνης αυτής προθεσμίας

ε) Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής παρέχεται μέσα σε δύο μήνες από τότε που ζητήθηκε και αφορά πάντοτε αριθμό λειτουργών του ΝΣΚ που δεν μπορεί να είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος του αριθμού που ορίζεται από τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου.

Η διαδικασία για την προαγωγή λειτουργού του ΝΣΚ μπορεί να συνεχιστεί  και χωρίς την παραπάνω γνώμη, αν για οποιονδήποτε λόγο παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία.

Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων μπορεί να παραλειφθεί, αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο.»

2.             Στην περ. β) της παρ.3 του άρθρου 46 του Οργανισμού ΝΣΚ προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετέχουν και ένας Πάρεδρος και ένας Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ τάξεως μετά από κλήρωση που διενεργείται σύμφωνα με όσα ορίζονται ανωτέρω  όταν εξετάζονται θέματα μεταθέσεων – αποσπάσεων μελών των αντίστοιχων βαθμών.»

3.             Μετά το άρθρο 56 του Οργανισμού Ν.Σ.Κ. προστίθεται άρθρο 56α ως εξής

« Άρθρο 56α

Κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη, δύναται να αποσπώνται σε οργανική μονάδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από αίτημα του Προέδρου, από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που εμπίπτουν στον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται κάθε φορά ή από επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, υπάλληλοι με ειδικές επιστημονικές γνώσεις και εμπειρία, ως τεχνικοί σύμβουλοι για την προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου σε οιασδήποτε φύσεως υποθέσεις τις οποίες χειρίζονται μέλη του Ν.Σ.Κ.. Ο χρόνος της απόσπασης ορίζεται σε δύο έτη και μπορεί να παραταθεί αιτιολογημένα μέχρι δύο επιπλέον έτη. Ο συνολικός χρόνος διάρκειας της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην υπηρεσία από την οποία αποσπάσθηκε ο υπάλληλος. Η μισθοδοσία όσων αποσπώνται,  τα επιδόματα, οι πάσης φύσεως ασφαλιστικές ή εργοδοτικές εισφορές ή άλλες ειδικές παροχές που λαμβάνουν βαρύνουν τους φορείς από τους οποίους αποσπάσθηκαν. Οι αποσπώμενοι λαμβάνουν τη διαφορά μεταξύ των επιδομάτων που καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία προέρχονται και εκείνων που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του Ν.Σ.Κ. η οποία βαρύνει τον προϋπολογισμό του Ν.Σ.Κ.»

4.             Οι διατάξεις των παρ. 8, 14, 15, 16 και 17 του άρθρου. 13 Ν.3790/2009 και της παραγράφου 5 περ. στ΄ του άρθρου 244 Ν.3852/2010 καταργούνται.

5.             Η παρ. 10 του άρθρου. 13 Ν.3790/2009 αντικαθίσταται ως εξής: «»

6.             Η διάταξη του άρθρου 18 του Π.Δ. 238/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

                     « Άρθρο 18

                     Υποψήφιοι 

Στο διαγωνισμό έχουν δικαίωμα συμμετοχής, όσοι έχουν συμπληρώσει το εικοστό  έβδομο έτος της ηλικίας τους και έχουν συμπληρώσει διετή δικηγορία ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος και έχουν συμπληρώσει ένα έτος δικηγορίας, ή είναι δικαστικοί λειτουργοί, και δεν έχουν υπερβεί το τεσσαρακοστό  έτος της ηλικίας τους.  Επίσης τυπικό προσόν συμμετοχής στο διαγωνισμό είναι η άριστη γνώση της  αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας, η οποία αποδεικνύεται σύμφωνα με  το άρθρο 28 του Π.Δ/τος 50/2001 (Α39) "Προσόντα Διορισμού σε θέσεις φορέων  του Δημόσιου Τομέα".»

7.             Η παρ. 11 του άρθρου. 13 Ν.3790/2009 αντικαθίσταται ως εξής: «»

8.             Η διάταξη της παρ. 15 του άρθρου 28 του Ν.2579/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

« 15. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά  περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, επιτρέπεται η μετάταξη, αποσπασμένων ή μη στο  Ν.Σ.Κ., υπαλλήλων Υπουργείων, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης, γενικής ή ειδικής διάταξης.

  Η μετάταξη γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του Ν.Σ.Κ., σε κενές οργανικές θέσεις του διοικητικού του προσωπικού, κατηγορίας και κλάδου αντίστοιχου των προσόντων του μετατασσόμενου.»

9.             Στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Ν.2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας) η περίπτωση β) αναριθμείται σε περίπτωση γ) και προστίθεται περίπτωση β) ως εξής:

« β) των διαφορών που αναφύονται σε υποθέσεις επί προσφυγών ουσίας, που αφορούν ακύρωση επιβληθέντος προστίμου, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, από την αρχή, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο πρόστιμο. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.»

10.        Στο τέλος της παρ 2 της με αρ.  50(1)  ΦΕΚ Β  97/30.01.2003  Απόφασης του  Προέδρου  του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί του Τρόπου, προϋποθέσεων και διαδικασίας άσκησης των αρμοδιοτήτων των Τριμελών Επιτροπών του άρθρου 5 παρ. 5 του Ν. 3086/2002 "Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

« Για υποθέσεις στις οποίες έχει εκδοθεί πρακτικό γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 περ. α) υποπ. δδ), δεν απαιτείται αναλυτική πραγμάτευση του νομικού ζητήματος, στο οποίο αφορά η γνωμοδότηση σε κάθε εισήγηση ενώπιον της Επιτροπής ή Τμήματος, αλλά αρκεί αναφορά στην προσαρτημένη στο πρακτικό της Ολομέλειας εισήγηση.»

11.        Η παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1649/1986 όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 18 Ν. 1868/1989 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή που αποτελείται από: α)   τέσσερεις δικηγόρους, από τους οποίους ο ένας με  15ετή  τουλάχιστον   δικηγορική  υπηρεσία,  που  ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, του   οικείου δικηγορικού συλλόγου,     β) έναν εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου.    Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο  δικηγόρος με τη μεγαλύτερη δικηγορική υπηρεσία,  καθήκοντα  δε   γραμματέα  αυτής  ασκεί  υπάλληλος  του  νομικού  προσώπου.  Υποψήφιοι   μπορούν να είναι δικηγόροι μέλη του δικηγορικού  συλλόγου  του  τόπου,   όπου πρόκειται να παρασχεθούν οι υπηρεσίες.» 

Άρθρο 37   

Καταργούμενες διατάξεις

 

1.             Διατάξεις που προβλέπουν την συμμετοχή μελών του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, καταργούνται.

2.             Η περ. α της παρ 2 του άρθρου 9 του Ν. 2643/1998: «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών κλπ»  αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Εναν ανώτερο διοικητικό υπάλληλο, με τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο.»

3.             α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 13 του άρθρου 5 Ν. 1943/1991 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 Ν.2960/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

«13. Συνιστάται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Ειδική Επιτροπή Εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, για θέματα αρμοδιότητας των Υπουργείων, αποτελούμενη από συμβούλους ή παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.»

β) Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 13 του άρθρου 5 Ν. 1943/1991 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 Ν2960/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

«Συνιστάται στην έδρα κάθε Περιφέρειας Ειδική Επιτροπή εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, για θέματα υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει κάθε φορά, που λειτουργούν στη συγκεκριμένη Περιφέρεια, αποτελούμενη από συμβούλους ή παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτες διοικητικών δικαστηρίων και υπαλλήλους της Περιφέρειας αυτής.»

4.             Το πρώτο εδάφιο της παρ 2 του άρθρου 3 του Ν. 2734/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η ανωτέρω άδεια χορηγείται από τον οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη επιτροπής, η οποία συγκροτείται με απόφαση του νομάρχη και αποτελείται από δικηγόρο του οικείου Πρωτοδικείου του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο με πενταετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία, ως πρόεδρο, το διευθυντή της Διεύθυνσης Υγιεινής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ως εισηγητή, το διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Ασφάλειας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, καθώς επίσης και από ένα νομαρχιακό και ένα δημοτικό ή κοινοτικό, κατά περίπτωση, σύμβουλο, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από το αντίστοιχο νομαρχιακό, δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο.»

5.             Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη ή που ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο θέματα που ρυθμίζονται με το νόμο αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Με το Κεφάλαιο αυτό ρυθμίζονται θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών:

v     Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.)

v     Ίδρυση της Εταιρείας Ελληνικό Α.Ε. , ρύθμιση της διαδικασίας συγχώνευσης ΕΤΑ Α.Ε με Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε.


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;